Περίκλειστο, χωρίς διέξοδο προς τη θάλασσα, κράτος στην ανατολική Κεντρική Ευρώπη με σημαντική όσο και ιδιαίτερη ιστορική και πολιτιστική παράδοση. Έχει έκταση 93.030 τ. χλμ. και πληθυσμό, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2002, 10.075.034 κατ., ίσο περίπου με εκείνον της Ελλάδας. Πρωτεύουσα της χώρας είναι η Βουδαπέστη με πληθυσμό 2.100.000 κατ.
Η χώρα, με το ακανόνιστο ωοειδές σχήμα της, καταλαμβάνει μέρος του ανατολικού τμήματος της Κεντρικής Ευρώπης, αντιπροσωπεύοντας με την έκτασή της το 1% περίπου της συνολικής επιφάνειας της ηπείρου. Γεωγραφικά τα ακρότατα σημεία της Ουγγαρίας καθορίζονται με τις συντεταγμένες 45° 48΄ έως 48° 41΄ βόρειου πλάτους και 16° 10΄ έως 22° 55΄ ανατολικού μήκους.
Τα όρια της χώρας, γεωφυσικά, διαμορφώνονται: Δυτικά από τις προσβάσεις των Άλπεων, βόρεια από τον Δούναβη, τον παραπόταμό του Ίπελ και τα Σλοβακικά Μεταλλευτικά Όρη. Βορειοανατολικά, ανατολικά και νότια τα σύνορά της δεν ακολουθούν τη γεωμορφολογία, αλλά υπήρξαν αποτέλεσμα μακρόχρονων και περίπλοκων ιστορικών διεργασιών. Τα κράτη με τα οποία συνορεύει η Ουγγαρία είναι: η Σλοβακία, στα βόρεια, σε μήκος 608 χλμ., η Ουκρανία, βορειοανατολικά, σε μήκος 215 χλμ., η Ρουμανία, στα ανατολικά, σε μήκος 432 χλμ., η Αυστρία, στα δυτικά, σε μήκος 356 χλμ. και οι χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας (η Σερβία, στα νοτιοκεντρικά, η Κροατία, στο νοτιοανατολικά και η Σλοβενία, στα νοτιοδυτικά) σε συνολικό μήκος 631 χλμ. Το συνολικό μήκος των συνόρων της Ουγγαρίας ανέρχεται σε 2.242 χλμ. Το μέγιστο μήκος της είναι 538 χλμ., ενώ το μέγιστο πλάτος της 215 χλμ. με μέσο όρο πλάτους τα 200 χλμ.
Γεωγραφία
Μορφολογία εδάφους
Η Ουγγαρία είναι μπορεί να χαρακτηριστεί χώρα πεδινή. Καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της Ουγγρικής ή Παννονικής Πεδιάδας, η έκταση της οποίας, παρά το όνομά της, είναι μεγαλύτερη από την Ουγγαρία. Ουσιαστικά η Ουγγρική Πεδιάδα είναι ένα βαθύπεδο, μια εσωτερική λεκάνη που αποτελεί το βύθισμα της περιοχής η οποία ορίζεται από το Τόξο των Καρπαθίων (Τρανσυλβανικές Άλπεις), τον Αίμο και τις Δειναρικές Άλπεις. Το γεωλογικό υπόβαθρο της λεκάνης αποτελείται από πετρώματα της Βαρισκικής πτύχωσης που αργότερα καλύφτηκαν από νεότερα στρώματα. Σύμφωνα με την επιστήμη της γεωλογίας, η Ουγγρική ή Παννονική Πεδιάδα αποτελούσε τον πυθμένα της Παννονικής θάλασσας, μιας μεγάλης δηλαδή εσωτερικής λίμνης. Κατά το Τριτογενές όμως ανυψώθηκε και μετατράπηκε σε ξηρά. Στην πρώιμη φάση της ανύψωσής της έλαβε τη μορφή ενός ανοιχτού προς τα νοτιοανατολικά κόλπου. Αργότερα άρχισε να γεμίζει από τα υλικά διάβρωσης που οι ποταμοί μετέφεραν από τους γύρω ορεινούς όγκους. Όταν η ανύψωση αλλά και η διάβρωση έδωσαν την κατάλληλη κλίση, τα νερά της λίμνης άρχισαν να συγκεντρώνονται στα ανατολικά και ύστερα να αποστραγγίζονται στη θάλασσα μέσω του Δούναβη, περνώντας μέσα από τις Σιδηρές Πύλες. Έτσι το ανατολικό τμήμα της χώρας, εκείνο δηλαδή που αποτέλεσε, έως τη σχετικά πρόσφατη γεωλογική περίοδο, το βυθό της λίμνης παρέμεινε τελείως επίπεδο, ενώ το δυτικό, από το οποίο τα νερά απομακρύνθηκαν σε παλαιότερες περιόδους και άρα εκτέθηκαν σε πιο μακροχρόνια διάβρωση, παρουσιάζουν σήμερα μεγαλύτερες εξάρσεις.
Κάτω από τις επιδράσεις αυτών των γεωλογικών παραγόντων έλαβε η χώρα τα σημερινά της μορφολογικά χαρακτηριστικά, που συγκροτούν τρεις κύριες ενότητες: 1) το Κάτω Ουγγρικό Βαθύπεδο ή Μεγάλο Άλφελντ, στα ανατολικά και νότια, 2) το Άνω Ουγγρικό Βαθύπεδο ή Μικρό Άλφελντ, στα δυτικά και βορειοδυτικά και 3) τα Κεντρικά Υψώματα.
1. Στο Κάτω Ουγγρικό Βαθύπεδο, που αποτελεί και το πιο εκτεταμένο πεδινό τμήμα της χώρας, κυριαρχείται από τη ροή του Δούναβη και του Τίσα, των δύο μεγαλύτερων ποταμών της Ουγγαρίας, και των διάφορων παραποτάμων τους. Τα μεγάλα αυτά υδάτινα ρεύματα μετέφεραν, κατά την περίοδο της ξερής και ψυχρής μεσοπαγετώδους περιόδου, τα υλικά της αποσάθρωσης από τις ορεινές περιοχές, εναποθέτοντας στις περιοχές που αποτελούσαν τον παλαιό βυθό, ένα παχύ στρώμα (10-25 μ.) άμμου και αργιλικού υλικού. Το υλικό αυτό σε συνδυασμό με το λεπτόκοκκο λες, προϊόν των παγετώνων της Βόρειας Ευρώπης που μετέφεραν οι άνεμοι, κάλυψε σε διαδοχικά στρώματα την επιφάνεια του Ουγγρικού Βαθυπέδου, κάνοντάς το εξαιρετικά γόνιμο. Αυτή η γονιμότητα οφείλεται στην περιεκτικότητα του λες σε θρεπτικές ουσίες, στην περατότητά που παρουσιάζει στο νερό και τον αέρα, καθώς και στο ότι δε χάνει την υγρασία του. Στις περιοχές όμως που καλύφτηκαν μόνο από άμμο σχηματίστηκαν θύλακοι με ερημική μορφή και υφάλμυρα έλη, που οι Ούγγροι ονόμασαν "Πούστα" (δηλ. έρημος). Τέτοιες υπάρχουν στο Κέσκεμετ, στη ζώνη μεταξύ του Τίσα και του Δούναβη και στο Ντέμπρετσεν.
Πάρα τους ερημικούς όμως θυλάκους, το Κάτω Ουγγρικό Βαθύπεδο χαρακτηρίζεται ως εύφορο και ικανό να στηρίξει την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και της γεωργίας, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την παρουσία στην περιοχή του των σημαντικότερων αστικών και οικονομικών κέντρων της Ουγγαρίας. Οι εδαφικές εξάρσεις στην έκταση του Κάτω Ουγγρικού Βαθυπέδου είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Μόνο στα δυτικά, μεταξύ του Δούναβη και των νοτιοδυτικών υπωρειών των Κεντρικών Υψωμάτων, το έδαφος σχηματίζει μία "Πλάκα" με ύψη που υπερβαίνουν κάποτε τα 200 μ. και φτάνουν σε μία μόνο περίπτωση, στην κορυφή Μέτσεκ, τα 682 μ. Καθώς η "Πλάκα" αυτή βρίσκεται μεταξύ του Δούναβη και του παραπόταμού του Δράβου ονομάστηκε "Δουναβο-Δραβική Πλάκα".
2. Το Άνω Ουγγρικό Βαθύπεδο ή Μικρό Άλφελντ καταλαμβάνει έκταση κατά πολύ μικρότερη εκείνης του Κάτω Βαθυπέδου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας και μάλιστα επεκτείνεται και μέσα στο έδαφος της Σλοβακίας, όπου ονομάζεται Ποντουνάισκα Νιζίνα. Στην περιοχή αυτή οι επιχώσεις και προσχώσεις του Δούναβη και των παραποτάμων του δημιούργησαν ένα σύνολο χαμηλών επίπεδων λόφων. Σ` όλη την έκταση του Μικρού Άλφελντ και μέχρι την πρωτεύουσα της Σλοβακίας, Μπρατισλάβα, ο Δούναβης ρέοντας με μικρή κλίση αποθέτει διάφορα ιζήματα που μεταφέρει από τις περισσότερο ορεινές περιοχές της Άνω Αυστρίας σχηματίζοντας, ανάμεσα στην κύρια κοίτη του και τους διάφορους κλάδους της, μια σειρά από προσχώσεις με εδάφη εξαιρετικά εύφορα. Σ` αυτά τα εδάφη αναπτύχθηκε η καλλιέργεια των λαχανικών, των οπωροφόρων, των σιτηρών, των τεύτλων και του αμπελιού.
3. Δυτικά του Δούναβη, με κατεύθυνση νοτιοδυτικά προς βορειοανατολικά, βρίσκονται τα Κεντρικά Ουγγρικά ή Υπερδουναβικά Υψώματα. Οι ορεινοί αυτοί όγκοι γενικά έχουν μικρά υψόμετρα και στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελούνται από ξεχωριστούς όγκους, οι οποίοι, με μορφή που μοιάζει σπονδυλική στήλη, διαιρούν την Ουγγρική Πεδιάδα στα δύο άνισα τμήματα που περιγράφτηκαν παραπάνω. Το γεωλογικό υπόβαθρο των Κεντρικών Υψωμάτων αποτελείται κυρίως από πετρώματα του Λιθανθρακοφόρου και του Περμίου, πάνω στα οποία επικάθησαν νεότερες αποθέσεις από βασαλτικά και πυριγενή πετρώματα του Μεσοζωικού και του Τριτογενούς. Στο νοτιοδυτικό τμήμα των Υψωμάτων σχηματίζεται η χαμηλή αλλά και δασώδης οροσειρά Μπάκονι, με υψόμετρο που φτάνει τα 713 μ. Ανατολικότερα βρίσκονται τα υψώματα Βέρτες και Πίλις. Ανατολικά του Δούναβη και κατά μήκος των συνόρων με τη Σλοβακία υψώνονται τα Ουγγρικά Μεταλλευτικά όρη, που εκτείνονται και στο έδαφος της Σλοβακίας με το όνομα Σλοβακικά Μεταλλευτικά όρη. Τα μεγαλύτερα υψόμετρα σ` αυτούς του ορεινούς όγκους συναντούνται στην κορυφή Χεγκιάλγια της οροσειράς Ζέμπλεν με 896 μ., στα όρη Μπέρζενι με 936 μ. και στα όρη Μάτρα με 1.015 μ. Χαρακτηριστικό των Κεντρικών Υψωμάτων είναι ότι διακόπτονται από εγκάρσια βυθίσματα, που σχηματίζουν έτσι προσπελάσιμες συγκοινωνιακές διόδους και από τη στενή αλλά και γραφική κοιλάδα του Δούναβη, μεταξύ Έστεργκομ και Βατς, στα βόρεια της Βουδαπέστης.
Υδρογραφία
Η Ουγγαρία καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος της Παννονικής Πεδιάδας είναι φυσικό να αποτελεί και τη λεκάνη όπου συγκεντρώνονται τα νερά που αποστραγγίζονται από τους γύρω ορεινούς όγκους. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των υδάτων συγκεντρώνονται στο ρου του Δούναβη. Ο ποταμός εισέρχεται στο έδαφος της Ουγγαρίας από τα βορειοκεντρικά και αφού πρώτα σχηματίσει μέχρι τις 19° ανατολικό μήκος τα σύνορα των μεταξύ της Ουγγαρίας και της Σλοβακίας. Από το σημείο αυτό στρέφεται απότομα προς τα νότια, περνά μέσα από τη Βουδαπέστη, χωρίζει τη χώρα σε δύο ίσα σχεδόν τμήματα και βγαίνει από την Ουγγαρία νότια της πόλης Μόχατς, για να σχηματίσει κατόπιν τα σύνορα μεταξύ Κροατίας και Νέας Γιουγκοσλαβίας. Η ροή του μέσα στην χώρα, εξαιτίας του ομαλού ανάγλυφου, είναι αργή και σχηματίζει πολλούς κλάδους που όμως καταλήγουν και πάλι στην κύρια ροή. Πλημμυρίζει δύο φορές το χρόνο, αρχές της άνοιξης και του καλοκαιριού, εποχές κατά τις οποίες δεκαπλασιάζεται η παροχή του. Μαζί με τους παραπόταμούς του Ράμπα και Δράβο αποχετεύει τα νερά του δυτικού τμήματος της χώρας. Τα νερά του ανατολικού τμήματος αποχετεύονται από τον Τίσα, το δεύτερο σε σημασία ποταμό της Ουγγαρίας, και τους παραποτάμους του, που όλοι τους πηγάζουν από τα Καρπάθια.
Ο Τίσα είναι και ο ίδιος παραπόταμος του Δούναβη, μόνο που ενώνεται με αυτόν εκτός του ουγγρικού εδάφους. Το μήκος του είναι 980 χλμ. και η λεκάνη απορροής του καταλαμβάνει έκταση 155.000 τ. χλμ. Συγκεντρώνει στη ροή του τα νερά διαφόρων άλλων ποταμών, όπως του Σάμος, του Κέρες, του Μάρος, του Μπόντρογκ κ.ά. Είναι πλωτός σε μήκος 500 χλμ., αλλά και αυτός πλημμυρίζει συχνά.
Σημαντικός ποταμός είναι και ο Δράβος (μήκος 780 χλμ.) δεξιός παραπόταμος του Δούναβη, που σχηματίζει τα σύνορα μεταξύ Ουγγαρίας και Κροατίας, ο Κέρες, ο Ράμπα, ο Σίο, ο Κάπος κ.ά. Το πυκνό ποτάμιο δίκτυο της Ουγγαρίας σε συνδυασμό με τα εύφορα εδάφη και το πυκνό σύστημα των διωρύγων που διανοίχτηκαν αποτελεί κύριο παράγοντα στην ανάπτυξη της γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής.
Στην Ουγγαρία σχηματίστηκαν λίγες και μικρές λίμνες. Αυτές είναι τα απομεινάρια του μεγάλου υδάτινου όγκου που κάλυπτε κάποτε τη μεγάλη Ουγγρική Πεδιάδα. Η μεγαλύτερη λίμνη της χώρας αλλά και της Κεντρικής Ευρώπης είναι η Μπάλατον. Τα νερά της είναι υφάλμυρα καθώς προέρχονται από την Παννονική θάλασσα. Η σημερινή λίμνη δημιουργήθηκε στις αρχές του Τεταρτογενούς από το σχηματισμό ενός τεκτονικού ρήγματος παράλληλου προς τα όρη Μπάκονι. Η έκταση της λίμνης Μπάλατον είναι σήμερα 500 τ. χλμ., οι διαστάσεις της 75Χ30 χλμ. και το μέγιστο βάθος της 11 μ. Βρίσκεται σε υψόμετρο 105 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας. Στις όχθες της χτίστηκαν πολλές μικρές πόλεις που αποτελούν τα θέρετρα της πρωτεύουσας Βουδαπέστης.
Στο έδαφος της Ουγγαρίας ανήκει και ένα τμήμα της αυστριακής κατά κύριο λόγο λίμνης Νιουζίντλερ, η οποία στην Ουγγαρία ονομάζεται Φέρτε-Τάβα.
Μία άλλη μικρότερη λίμνη είναι η Βέλενζε, μεταξύ της Μπάλατον και της Βουδαπέστης. Η επιφάνειά της είναι 27 τ. χλμ.