Περιγραφή
Περίκλειστο, χωρίς διέξοδο προς τη θάλασσα, κράτος στην ανατολική Κεντρική Ευρώπη με σημαντική όσο και ιδιαίτερη ιστορική και πολιτιστική παράδοση. Έχει έκταση 93.030 τ. χλμ. και πληθυσμό, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2002, 10.075.034 κατ., ίσο περίπου με εκείνον της Ελλάδας. Πρωτεύουσα της χώρας είναι η Βουδαπέστη με πληθυσμό 2.100.000 κατ.
Η χώρα, με το ακανόνιστο ωοειδές σχήμα της, καταλαμβάνει μέρος του ανατολικού τμήματος της Κεντρικής Ευρώπης, αντιπροσωπεύοντας με την έκτασή της το 1% περίπου της συνολικής επιφάνειας της ηπείρου. Γεωγραφικά τα ακρότατα σημεία της Ουγγαρίας καθορίζονται με τις συντεταγμένες 45° 48΄ έως 48° 41΄ βόρειου πλάτους και 16° 10΄ έως 22° 55΄ ανατολικού μήκους.
Τα όρια της χώρας, γεωφυσικά, διαμορφώνονται: Δυτικά από τις προσβάσεις των Άλπεων, βόρεια από τον Δούναβη, τον παραπόταμό του Ίπελ και τα Σλοβακικά Μεταλλευτικά Όρη. Βορειοανατολικά, ανατολικά και νότια τα σύνορά της δεν ακολουθούν τη γεωμορφολογία, αλλά υπήρξαν αποτέλεσμα μακρόχρονων και περίπλοκων ιστορικών διεργασιών. Τα κράτη με τα οποία συνορεύει η Ουγγαρία είναι: η Σλοβακία, στα βόρεια, σε μήκος 608 χλμ., η Ουκρανία, βορειοανατολικά, σε μήκος 215 χλμ., η Ρουμανία, στα ανατολικά, σε μήκος 432 χλμ., η Αυστρία, στα δυτικά, σε μήκος 356 χλμ. και οι χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας (η Σερβία, στα νοτιοκεντρικά, η Κροατία, στο νοτιοανατολικά και η Σλοβενία, στα νοτιοδυτικά) σε συνολικό μήκος 631 χλμ. Το συνολικό μήκος των συνόρων της Ουγγαρίας ανέρχεται σε 2.242 χλμ. Το μέγιστο μήκος της είναι 538 χλμ., ενώ το μέγιστο πλάτος της 215 χλμ. με μέσο όρο πλάτους τα 200 χλμ.
Μέχρι τον 20ό αιώνα
Οι εκτάσεις που σήμερα καταλαμβάνονται από την Ουγγαρία βρίσκονταν από τον 1ο-2ο αι. μ.Χ. και ως την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους κάτω από τον έλεγχο των Ρωμαίων. Τον 4ο-5ο αι. οι περιοχές αυτές καταλήφθηκαν από τα γερμανικά και άλλα βαρβαρικά φύλα που κατέκλυσαν την Ευρώπη (Βάνδαλοι, Αλανοί, Ούννοι, Γότθοι κ.ά.). Τον 6ο αι. ήρθαν οι Σλάβοι και αργότερα και οι Άβαροι. Μόλις στα τέλη του 9ου αι. εγκαταστάθηκαν εδώ οι Ούγγροι προερχόμενοι από την κοιλάδα του ποταμού Ντον. Ηγέτης τους ήταν ο Άρπαντ (ηγεμ. 890-907). Αρχικά επιχείρησαν να επεκταθούν δυτικά προς την Κεντρική Ευρώπη, αλλά τους σταμάτησε, το 955, ο Όθωνας Α΄, ο ιδρυτής της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Με το πέρασμα του χρόνου απέβαλαν τη στρατιωτική και πολεμική κοινωνική δομή των κοινοτήτων τους και μετασχηματίστηκαν σε ένα χριστιανικό βασίλειο με φεουδαρχική μορφή. Για την παρουσία τους και τον πολιτισμό τους την εποχή αυτή, ανάμεσα στις άλλες πηγές, μας πληροφορούν και στοιχεία που αντλούνται από βυζαντινά ιστορικά και λογοτεχνικά έργα. Έτσι μαθαίνουμε ότι οι Βυζαντινοί στην αρχή τους ονόμασαν Τούρκους και μόνο ύστερα από το 10ο αι. τους αποκαλούσαν Ούγγρους. Μαθαίνουμε επίσης ότι επί Στεφάνου Α΄ του Αγίου (997-1038), ο οποίος υπήρξε ο μεγάλος μεταρρυθμιστής του ουγγρικού έθνους, οι Βυζαντινοί επιχείρησαν να στείλουν ορθόδοξους ιεραποστόλους και να ιδρύσουν μοναστήρια. Η στροφή όμως του Στεφάνου προς τον καθολικισμό και τη Λατινική Δύση έσβησε και τα τελευταία σημεία βυζαντινής παρουσίας στη χώρα. Κατά τη διάρκεια της μεσαιωνικής ιστορίας της χώρας ξεχώρισε η μορφή του βασιλιά Μπέλα Γ΄ (1174-96), που αν και ανέβηκε στο θρόνο με τη βοήθεια του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνού, έστρεψε τη χώρα του προς τη Δύση με αποτέλεσμα την επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ Ουγγαρίας και Βυζαντίου. Σημαντική ήταν επίσης η ηγεμονία του Λουδοβίκου Α΄ του Μέγα (1342-42), που έλαβε και το στέμμα της Πολωνίας, και η ηγεμονία του Ματθία Κορβίνου (1458-90), προστάτη των γραμμάτων και των τεχνών. Ο 16ος αι. σήμανε και τη συντριβή του Ουγγρικού κράτους κάτω από τις ορδές των Τούρκων που νικώντας στη μάχη του Μόχατς (1526) κατάφεραν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τις ανατολικές και νότιες περιοχές της χώρας ως υποτελούς στην Πύλη κράτους με βασιλιά το βοεβόδα της Τρανσυλβανίας Γιάνος Ζάπολιαϊ. Αργότερα θα θέσουν το μεγαλύτερο μέρος της χώρας υπό τον άμεσο έλεγχό τους (1514-44), δημιουργώντας την υποτελή ηγεμονία της Τρανσυλβανίας. Μόνο μετά από έναν αιώνα θα γίνουν οι πρώτες προσπάθειες επανάκτησης της χώρας, από τους Αψβούργους, οι οποίοι τελικά θα την ελευθερώσουν από τους Τούρκους (1699) για να τη θέσουν όμως υπό τη δική τους προστασία και ουσιαστικά έλεγχο (Συνθήκη Κάρλοβατς).
Οι Ούγγροι σ` όλη τη διάρκεια των επόμενων αιώνων θα αγωνιστούν μάταια για την ανεξαρτησία της πατρίδας τους (1722-33, 1848-49, 1867).
Ο 20ός αιώνας
Μόνο μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου θα αποκτήσουν οι Ούγγροι την πλήρη ανεξαρτησία τους από τους Αψβούργους. Η κατάρρευση της αυστροουγγρικής μοναρχίας όμως, είχε οδυνηρά αποτελέσματα για την Ουγγαρία. Η χώρα έχασε τη Σλοβακία, την Τρανσυλβανία και την Κροατία και μαζί τους συμπαγείς ουγγρικούς πληθυσμούς που κατοικούσαν στα εδάφη αυτά. Γρήγορα θα βυθιστεί στο χάος και τις πολιτικές ταραχές, με αποκορύφωμα την κομουνιστική επανάσταση του Μπέλα Κουν (1919) που καταπνίγηκε στο αίμα. Σύντομα η χώρα θα ακολουθήσει τη Γερμανία και την Ιταλία στο δρόμο του φασισμού, εγκαθιστώντας, με κύριο πρωταγωνιστή το ναύαρχο Μίκλος Χόρτι, ένα παρόμοιο φασιστικό καθεστώς και εντασσόμενη, παρά την αρχική ουδετερότητά της (μέχρι τον Απρίλιο του 1941), στις δυνάμεις του Άξονα κατά τον πόλεμο που ακολούθησε. Μετά την ήττα του Άξονα η Ουγγαρία περιήλθε σε ρωσικό έλεγχο (1945). Η παρουσία των σοβιετικών στρατευμάτων κατοχής ευνόησε τα σχέδια του κομουνιστικού κόμματος για την κατάληψη της εξουσίας και έκτοτε και μέχρι το 1989 η χώρα προσδέθηκε στο σοβιετικό άρμα. Το 1956 υπήρξε μια σημαδιακή χρονιά για τον αγώνα των Ούγγρων για ελευθερία αλλά και πυροδότησε τις συζητήσεις για το χαρακτήρα τελικά του σοβιετικού κράτους σ` όλη την Ευρώπη. Η αποσταλινοποίηση οδήγησε σε ραγδαίες κυβερνητικές αλλαγές και τελικά στην εξέγερση (Οκτώβριος 1956) των φοιτητών, πρώτα στη Σέγκεντ και την επομένη στη Βουδαπέστη. Το πρωί της 24ης Οκτωβρίου επενέβησαν τα σοβιετικά τανκς κατέστειλαν την εξέγερση, που την ακολούθησε άλλη στις 3 Νοεμβρίου. Η επέμβαση των σοβιετικών υπήρξε και πάλι άμεση και αιματηρή οδηγώντας τον επαναστάτη πρωθυπουργό Ίμρε Νάγκι στην εκτέλεση.
Η χώρα ηρέμησε μόνο στα τέλη της δεκαετίας του 1960, οπότε και προχώρησε με αργά βήματα σε σχετική ανάπτυξη.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ο ουγγρικός λαός, ώριμος και δοκιμασμένος από το προηγούμενο του 1956, οδήγησε αναίμακτα με τις μαζικές κινητοποιήσεις του στην έξοδο και τον τερματισμό το μονοκομματικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε το 1945. Η χώρα ανακηρύχτηκε δημοκρατία και προκηρύχτηκαν εκλογές, με τη συμμετοχή πολλών κομμάτων για τον Μάρτιο του 1990. Σ` αυτές νίκησαν οι κεντροδεξιές δυνάμεις του Ουγγρικού Δημοκρατικού Φόρουμ, το οποίο και σχημάτισε την πρώτη μετακομουνιστική κυβέρνηση. Το σοκ όμως της μετάβασης προς την ελεύθερη οικονομία της αγοράς αποδείχτηκε σκληρό και οι Ούγγροι στις εκλογές του 1994 απέθεσαν και πάλι τις ελπίδες τους στους πρώην κομουνιστές που μετονομάστηκαν σε σοσιαλδημοκράτες. Όπως απέδειξαν οι εκλογές του 1998, το εκλογικό σώμα πραγματοποίησε άλλη μια στροφή 180 μοιρών δίνοντας την πλειοψηφία σε κεντροδεξιά και ακροδεξιά κόμματα, ίσως από την έλλειψη σαφών πολιτικοϊδεολογικών κατευθύνσεων ή ως απτό δείγμα της απογοήτευσής του από το πολιτικό δυναμικό της χώρας που αδυνατεί να απαντήσει στα δύσκολα προβλήματα που συναντά η χώρα στην πορεία της προς το ριζικό εκδημοκρατισμό, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς. To 1999 η χώρα έγινε μέλος του ΝΑΤΟ.
Η σημερινή πολιτική κατάσταση
Από τον Αύγουστο του 2000 πρόεδρος της χώρας είναι ο Φέρενκ Μάντλ και πρωθυπουργός, από το Μάρτιο του 2002, ο Πίτερ Μεντγκέσι.
Μορφολογία εδάφους
Η Ουγγαρία είναι μπορεί να χαρακτηριστεί χώρα πεδινή. Καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της Ουγγρικής ή Παννονικής Πεδιάδας, η έκταση της οποίας, παρά το όνομά της, είναι μεγαλύτερη από την Ουγγαρία. Ουσιαστικά η Ουγγρική Πεδιάδα είναι ένα βαθύπεδο, μια εσωτερική λεκάνη που αποτελεί το βύθισμα της περιοχής η οποία ορίζεται από το Τόξο των Καρπαθίων (Τρανσυλβανικές Άλπεις), τον Αίμο και τις Δειναρικές Άλπεις. Το γεωλογικό υπόβαθρο της λεκάνης αποτελείται από πετρώματα της Βαρισκικής πτύχωσης που αργότερα καλύφτηκαν από νεότερα στρώματα. Σύμφωνα με την επιστήμη της γεωλογίας, η Ουγγρική ή Παννονική Πεδιάδα αποτελούσε τον πυθμένα της Παννονικής θάλασσας, μιας μεγάλης δηλαδή εσωτερικής λίμνης. Κατά το Τριτογενές όμως ανυψώθηκε και μετατράπηκε σε ξηρά. Στην πρώιμη φάση της ανύψωσής της έλαβε τη μορφή ενός ανοιχτού προς τα νοτιοανατολικά κόλπου. Αργότερα άρχισε να γεμίζει από τα υλικά διάβρωσης που οι ποταμοί μετέφεραν από τους γύρω ορεινούς όγκους. Όταν η ανύψωση αλλά και η διάβρωση έδωσαν την κατάλληλη κλίση, τα νερά της λίμνης άρχισαν να συγκεντρώνονται στα ανατολικά και ύστερα να αποστραγγίζονται στη θάλασσα μέσω του Δούναβη, περνώντας μέσα από τις Σιδηρές Πύλες. Έτσι το ανατολικό τμήμα της χώρας, εκείνο δηλαδή που αποτέλεσε, έως τη σχετικά πρόσφατη γεωλογική περίοδο, το βυθό της λίμνης παρέμεινε τελείως επίπεδο, ενώ το δυτικό, από το οποίο τα νερά απομακρύνθηκαν σε παλαιότερες περιόδους και άρα εκτέθηκαν σε πιο μακροχρόνια διάβρωση, παρουσιάζουν σήμερα μεγαλύτερες εξάρσεις.
Κάτω από τις επιδράσεις αυτών των γεωλογικών παραγόντων έλαβε η χώρα τα σημερινά της μορφολογικά χαρακτηριστικά, που συγκροτούν τρεις κύριες ενότητες: 1) το Κάτω Ουγγρικό Βαθύπεδο ή Μεγάλο Άλφελντ, στα ανατολικά και νότια, 2) το Άνω Ουγγρικό Βαθύπεδο ή Μικρό Άλφελντ, στα δυτικά και βορειοδυτικά και 3) τα Κεντρικά Υψώματα.
1. Στο Κάτω Ουγγρικό Βαθύπεδο, που αποτελεί και το πιο εκτεταμένο πεδινό τμήμα της χώρας, κυριαρχείται από τη ροή του Δούναβη και του Τίσα, των δύο μεγαλύτερων ποταμών της Ουγγαρίας, και των διάφορων παραποτάμων τους. Τα μεγάλα αυτά υδάτινα ρεύματα μετέφεραν, κατά την περίοδο της ξερής και ψυχρής μεσοπαγετώδους περιόδου, τα υλικά της αποσάθρωσης από τις ορεινές περιοχές, εναποθέτοντας στις περιοχές που αποτελούσαν τον παλαιό βυθό, ένα παχύ στρώμα (10-25 μ.) άμμου και αργιλικού υλικού. Το υλικό αυτό σε συνδυασμό με το λεπτόκοκκο λες, προϊόν των παγετώνων της Βόρειας Ευρώπης που μετέφεραν οι άνεμοι, κάλυψε σε διαδοχικά στρώματα την επιφάνεια του Ουγγρικού Βαθυπέδου, κάνοντάς το εξαιρετικά γόνιμο. Αυτή η γονιμότητα οφείλεται στην περιεκτικότητα του λες σε θρεπτικές ουσίες, στην περατότητά που παρουσιάζει στο νερό και τον αέρα, καθώς και στο ότι δε χάνει την υγρασία του. Στις περιοχές όμως που καλύφτηκαν μόνο από άμμο σχηματίστηκαν θύλακοι με ερημική μορφή και υφάλμυρα έλη, που οι Ούγγροι ονόμασαν "Πούστα" (δηλ. έρημος). Τέτοιες υπάρχουν στο Κέσκεμετ, στη ζώνη μεταξύ του Τίσα και του Δούναβη και στο Ντέμπρετσεν.
Πάρα τους ερημικούς όμως θυλάκους, το Κάτω Ουγγρικό Βαθύπεδο χαρακτηρίζεται ως εύφορο και ικανό να στηρίξει την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και της γεωργίας, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την παρουσία στην περιοχή του των σημαντικότερων αστικών και οικονομικών κέντρων της Ουγγαρίας. Οι εδαφικές εξάρσεις στην έκταση του Κάτω Ουγγρικού Βαθυπέδου είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Μόνο στα δυτικά, μεταξύ του Δούναβη και των νοτιοδυτικών υπωρειών των Κεντρικών Υψωμάτων, το έδαφος σχηματίζει μία "Πλάκα" με ύψη που υπερβαίνουν κάποτε τα 200 μ. και φτάνουν σε μία μόνο περίπτωση, στην κορυφή Μέτσεκ, τα 682 μ. Καθώς η "Πλάκα" αυτή βρίσκεται μεταξύ του Δούναβη και του παραπόταμού του Δράβου ονομάστηκε "Δουναβο-Δραβική Πλάκα".
2. Το Άνω Ουγγρικό Βαθύπεδο ή Μικρό Άλφελντ καταλαμβάνει έκταση κατά πολύ μικρότερη εκείνης του Κάτω Βαθυπέδου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας και μάλιστα επεκτείνεται και μέσα στο έδαφος της Σλοβακίας, όπου ονομάζεται Ποντουνάισκα Νιζίνα. Στην περιοχή αυτή οι επιχώσεις και προσχώσεις του Δούναβη και των παραποτάμων του δημιούργησαν ένα σύνολο χαμηλών επίπεδων λόφων. Σ` όλη την έκταση του Μικρού Άλφελντ και μέχρι την πρωτεύουσα της Σλοβακίας, Μπρατισλάβα, ο Δούναβης ρέοντας με μικρή κλίση αποθέτει διάφορα ιζήματα που μεταφέρει από τις περισσότερο ορεινές περιοχές της Άνω Αυστρίας σχηματίζοντας, ανάμεσα στην κύρια κοίτη του και τους διάφορους κλάδους της, μια σειρά από προσχώσεις με εδάφη εξαιρετικά εύφορα. Σ` αυτά τα εδάφη αναπτύχθηκε η καλλιέργεια των λαχανικών, των οπωροφόρων, των σιτηρών, των τεύτλων και του αμπελιού.
3. Δυτικά του Δούναβη, με κατεύθυνση νοτιοδυτικά προς βορειοανατολικά, βρίσκονται τα Κεντρικά Ουγγρικά ή Υπερδουναβικά Υψώματα. Οι ορεινοί αυτοί όγκοι γενικά έχουν μικρά υψόμετρα και στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελούνται από ξεχωριστούς όγκους, οι οποίοι, με μορφή που μοιάζει σπονδυλική στήλη, διαιρούν την Ουγγρική Πεδιάδα στα δύο άνισα τμήματα που περιγράφτηκαν παραπάνω. Το γεωλογικό υπόβαθρο των Κεντρικών Υψωμάτων αποτελείται κυρίως από πετρώματα του Λιθανθρακοφόρου και του Περμίου, πάνω στα οποία επικάθησαν νεότερες αποθέσεις από βασαλτικά και πυριγενή πετρώματα του Μεσοζωικού και του Τριτογενούς. Στο νοτιοδυτικό τμήμα των Υψωμάτων σχηματίζεται η χαμηλή αλλά και δασώδης οροσειρά Μπάκονι, με υψόμετρο που φτάνει τα 713 μ. Ανατολικότερα βρίσκονται τα υψώματα Βέρτες και Πίλις. Ανατολικά του Δούναβη και κατά μήκος των συνόρων με τη Σλοβακία υψώνονται τα Ουγγρικά Μεταλλευτικά όρη, που εκτείνονται και στο έδαφος της Σλοβακίας με το όνομα Σλοβακικά Μεταλλευτικά όρη. Τα μεγαλύτερα υψόμετρα σ` αυτούς του ορεινούς όγκους συναντούνται στην κορυφή Χεγκιάλγια της οροσειράς Ζέμπλεν με 896 μ., στα όρη Μπέρζενι με 936 μ. και στα όρη Μάτρα με 1.015 μ. Χαρακτηριστικό των Κεντρικών Υψωμάτων είναι ότι διακόπτονται από εγκάρσια βυθίσματα, που σχηματίζουν έτσι προσπελάσιμες συγκοινωνιακές διόδους και από τη στενή αλλά και γραφική κοιλάδα του Δούναβη, μεταξύ Έστεργκομ και Βατς, στα βόρεια της Βουδαπέστης.
Υδρογραφία
Η Ουγγαρία καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος της Παννονικής Πεδιάδας είναι φυσικό να αποτελεί και τη λεκάνη όπου συγκεντρώνονται τα νερά που αποστραγγίζονται από τους γύρω ορεινούς όγκους. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των υδάτων συγκεντρώνονται στο ρου του Δούναβη. Ο ποταμός εισέρχεται στο έδαφος της Ουγγαρίας από τα βορειοκεντρικά και αφού πρώτα σχηματίσει μέχρι τις 19° ανατολικό μήκος τα σύνορα των μεταξύ της Ουγγαρίας και της Σλοβακίας. Από το σημείο αυτό στρέφεται απότομα προς τα νότια, περνά μέσα από τη Βουδαπέστη, χωρίζει τη χώρα σε δύο ίσα σχεδόν τμήματα και βγαίνει από την Ουγγαρία νότια της πόλης Μόχατς, για να σχηματίσει κατόπιν τα σύνορα μεταξύ Κροατίας και Νέας Γιουγκοσλαβίας. Η ροή του μέσα στην χώρα, εξαιτίας του ομαλού ανάγλυφου, είναι αργή και σχηματίζει πολλούς κλάδους που όμως καταλήγουν και πάλι στην κύρια ροή. Πλημμυρίζει δύο φορές το χρόνο, αρχές της άνοιξης και του καλοκαιριού, εποχές κατά τις οποίες δεκαπλασιάζεται η παροχή του. Μαζί με τους παραπόταμούς του Ράμπα και Δράβο αποχετεύει τα νερά του δυτικού τμήματος της χώρας. Τα νερά του ανατολικού τμήματος αποχετεύονται από τον Τίσα, το δεύτερο σε σημασία ποταμό της Ουγγαρίας, και τους παραποτάμους του, που όλοι τους πηγάζουν από τα Καρπάθια.
Ο Τίσα είναι και ο ίδιος παραπόταμος του Δούναβη, μόνο που ενώνεται με αυτόν εκτός του ουγγρικού εδάφους. Το μήκος του είναι 980 χλμ. και η λεκάνη απορροής του καταλαμβάνει έκταση 155.000 τ. χλμ. Συγκεντρώνει στη ροή του τα νερά διαφόρων άλλων ποταμών, όπως του Σάμος, του Κέρες, του Μάρος, του Μπόντρογκ κ.ά. Είναι πλωτός σε μήκος 500 χλμ., αλλά και αυτός πλημμυρίζει συχνά.
Σημαντικός ποταμός είναι και ο Δράβος (μήκος 780 χλμ.) δεξιός παραπόταμος του Δούναβη, που σχηματίζει τα σύνορα μεταξύ Ουγγαρίας και Κροατίας, ο Κέρες, ο Ράμπα, ο Σίο, ο Κάπος κ.ά. Το πυκνό ποτάμιο δίκτυο της Ουγγαρίας σε συνδυασμό με τα εύφορα εδάφη και το πυκνό σύστημα των διωρύγων που διανοίχτηκαν αποτελεί κύριο παράγοντα στην ανάπτυξη της γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής.
Στην Ουγγαρία σχηματίστηκαν λίγες και μικρές λίμνες. Αυτές είναι τα απομεινάρια του μεγάλου υδάτινου όγκου που κάλυπτε κάποτε τη μεγάλη Ουγγρική Πεδιάδα. Η μεγαλύτερη λίμνη της χώρας αλλά και της Κεντρικής Ευρώπης είναι η Μπάλατον. Τα νερά της είναι υφάλμυρα καθώς προέρχονται από την Παννονική θάλασσα. Η σημερινή λίμνη δημιουργήθηκε στις αρχές του Τεταρτογενούς από το σχηματισμό ενός τεκτονικού ρήγματος παράλληλου προς τα όρη Μπάκονι. Η έκταση της λίμνης Μπάλατον είναι σήμερα 500 τ. χλμ., οι διαστάσεις της 75Χ30 χλμ. και το μέγιστο βάθος της 11 μ. Βρίσκεται σε υψόμετρο 105 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας. Στις όχθες της χτίστηκαν πολλές μικρές πόλεις που αποτελούν τα θέρετρα της πρωτεύουσας Βουδαπέστης.
Στο έδαφος της Ουγγαρίας ανήκει και ένα τμήμα της αυστριακής κατά κύριο λόγο λίμνης Νιουζίντλερ, η οποία στην Ουγγαρία ονομάζεται Φέρτε-Τάβα.
Μία άλλη μικρότερη λίμνη είναι η Βέλενζε, μεταξύ της Μπάλατον και της Βουδαπέστης. Η επιφάνειά της είναι 27 τ. χλμ.
Το κλίμα της χώρας μπορεί να οριστεί ως ημιηπειρωτικό, καθώς αποτελεί το μεταβατικό στάδιο μεταξύ του κεντροευρωπαϊκού και του ανατολικού ηπειρωτικού. Οι ορεινοί όγκοι που περικλείουν το Ουγγρικό Βαθύπεδο είναι υπεύθυνοι για τις μεγάλες θερμομετρικές διαφορές μεταξύ χειμώνα και καλοκαιριού παρεμποδίζοντας τις θετικές επιδράσεις της Μεσογείου και του Ατλαντικού. Γενικά οι διαφορές είναι μεγαλύτερες από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Στο ανατολικό τμήμα έχουν μετρηθεί θερμομετρικές διαφορές που φτάνουν και τους 70°C. Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 11,7°C με μέση, τον Ιανουάριο - 1,0°C και τον Ιούλιο 21,9°C. Οι αντίστοιχες θερμοκρασίες για τη Βουδαπέστη είναι: 11°C, - 0°C και 21,5°C. Οι ελάχιστες θερμοκρασίες συχνά πέφτουν κάτω από το μηδέν με την απολύτως ελάχιστη να έχει μετρηθεί το 1942 στην Μπάια (- 34°C). Το ύψος των βροχοπτώσεων είναι κατά μέσο όρο μικρότερο εκείνου της Κεντρικής Ευρώπης. Οι περισσότερες βροχές πέφτουν κατά τη διάρκεια του Μαΐου και του Ιουνίου (μέσος όρος 498 χλστ./ έτος) και είναι πιο πολλές στο δυτικό τμήμα της χώρας (Βουδαπέστη 620-630 χλστ.), όπου και η επίδραση των δυτικών ωκεάνιων ανέμων είναι περισσότερη. Στις περιοχές όμως της Πούστα (μεταξύ Τίσα και Δούναβη) είναι ελάχιστες.
Ο πληθυσμός της Ουγγαρίας, μολονότι η χώρα πέρασε πρόσφατα στη χορεία των δυτικού τύπου κρατών, παρουσιάζει σαφώς τα χαρακτηριστικά τους. Ειδικότερα η χώρα αντιμετωπίζει πλέον το φαινόμενο της μείωσης του πληθυσμού λόγω της αύξησης των θανάτων έναντι των γεννήσεων. Αντιμετωπίζει συγχρόνως και το πρόβλημα του "γηράσκοντος" πληθυσμού με τη συνεχή μείωση του ενεργού πληθυσμού, την αύξηση των συνταξιούχων και τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που αυτά τα φαινόμενα φέρουν μαζί τους. Το 2002 η χώρα παρουσίασε ποσοστό γεννήσεων 0,93% και ποσοστό θανάτων 1,3%. Έτσι η ετήσια αύξηση του πληθυσμού άγγιξε το 2002 το ποσοστό του -0,3%. Η ηλικιακή σύνθεση του πληθυσμού κατανέμεται σε ποσοστό 16,4% παιδιών μέχρι 14 ετών, 68,8% μεταξύ 15-64 ετών και 14,8% ατόμων από 65 ετών και άνω. Η βρεφική θνησιμότητα βρισκόταν στο ίδιο έτος στο 0,76%. Ο μέσος όρος ζωής ήταν 71,9 χρόνια, με σημαντική όμως διαφοροποίηση μεταξύ ανδρών (67,55 χρόνια) και γυναικών (76,55 χρόνια). Ο πληθυσμός κατανέμονταν επίσης σε 62,6% αστικό και 37,4% αγροτικό, ενώ η πυκνότητά του έφτανε τους 108,2 κατ. ανά τ. χλμ.
Η πεδινή διαμόρφωση του εδάφους, η εκβιομηχάνιση, η αστυφιλία, καθώς και η αύξηση του τουριστικού ρεύματος συντέλεσαν στη δημιουργία ενός ικανοποιητικού μεταφορικού δικτύου ανθρώπων και αγαθών. Το 2000 το συνολικό μήκος του οδικού δικτύου έφτανε τα 188.203 χλμ. περίπου. Τα 2.400 χλμ. είναι αυτοκινητόδρομοι που συνδέουν τη Βουδαπέστη με τη λίμνη Μπάλατον ή τμήματα των διευρωπαϊκών αξόνων που συνδέουν το Λονδίνο με τη Δαμασκό και το Αμβούργο με το Βουκουρέστι. Πυκνό είναι και το σιδηροδρομικό δίκτυο, με συνολικό μήκος, το 2001, 7.869 χλμ. Αστικός σιδηρόδρομος (μετρό) λειτουργεί στη Βουδαπέστη με μήκος 30,1 χλμ. Σημαντική είναι επίσης και η υδάτινη αρτηρία του Δούναβη, η οποία συνδέει τη Βουδαπέστη, όπου και το μεγάλο ποτάμιο λιμάνι Τσέπελ, με το εσωτερικό αλλά και με τα άλλα σημαντικά ευρωπαϊκά κέντρα της Βιέννης, του Βελιγραδίου κ.ά. Η χώρα διαθέτει, ακόμη, δύο διεθνή αεροδρόμια με σημαντικότερο αυτό της Βουδαπέστης (Φέριχεκγι). Κρατικός αερομεταφορέας είναι η εταιρεία Μάλεβ, ενώ δεν πραγματοποιούνται εσωτερικά δρομολόγια.
Οι τηλεπικοινωνιακές ανάγκες και η ενημέρωση καλύπτονταν από 3,03 εκατομ. τηλέφωνα, από 7,01 εκατομ. ραδιόφωνα και 4,42 εκατομ. τηλεοπτικές συσκευές.
Πληροφορίες
-1 ώρα
Φιορίνι (HUF)
Voltage: 230 V
Frequency: 50 Hz
Power sockets: type F