Μικρή χώρα της βόρειας Ευρώπης με ακανόνιστο σχήμα και ιδιότυπη γεωμορφολογία. Η θέση των περισσότερων εδαφών της σε υψόμετρο κάτω από αυτό της επιφάνειας της θάλασσας ανάγκασε από νωρίς τους κατοίκους της να επιδοθούν σε τιτάνιους αγώνες για την τιθάσευση των υδάτινων όγκων που τους απειλούσαν, έτσι ώστε η συνολική της χερσαία επιφάνεια να αυξάνεται συνεχώς. Αν και μικρή χώρα, ο δυναμισμός των κατοίκων της την έφερε στην πρωτοπορία των ευρωπαϊκών κρατών από την άποψη των πνευματικών, οικονομικών και κοινωνικών κατακτήσεων και την κατέστησε έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες στην ευρωπαϊκή και διεθνή σκηνή.
Η χώρα βρέχεται στα ανατολικά και βόρεια από τη Βόρεια θάλασσα, ενώ χερσαία σύνορα διαθέτει μόνο με τη Γερμανία στα ανατολικά και το Βέλγιο στα νότια.
Η συνολική της έκταση είναι 41.526 τ. χλμ., από τα οποία τα 33.938 είναι χερσαία και τα υπόλοιπα 7.587 αποτελούν εσωτερικά ύδατα. Χώρα με μεγάλη αποικιακή ιστορία η Ολλανδία διατηρεί σήμερα ως εξαρτώμενα εδάφη και τις κτήσεις της των Ολλανδικών Αντιλών και της Αρούμπα. Ο πληθυσμός της υπολογίστηκε το 2002 σε 16.067.754 κατοίκους.
Η Ολλανδία βρίσκεται στη βορειοδυτική Ευρώπη, μεταξύ των γεωγραφικών συντεταγμένων 50° 46΄ - 53° 34΄ βόρειο πλάτος με 3° 22΄ - 7° 14΄ ανατολικό μήκος. Καταλαμβάνει τμήμα του χώρου που ορίζεται ιστορικά και γεωγραφικά ως Κάτω Χώρες και στον οποίο ανήκουν επίσης το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο. Στην επικράτειά της περιλαμβάνει και αρκετά νησιά (Φρεισικά Νησιά).
Γεωγραφία
Η χερσαία έκταση της Ολλανδίας χωρίζεται γεωμορφολογικά στις εξής περιοχές:
Η Βόρεια Βραβάνδη, στο νότο της χώρας, στα σύνορα με το Βέλγιο, αποτελεί συνέχεια της Βραβάνδης του Βελγίου. Είναι περιοχή με χαμηλό υψόμετρο, αμμώδης και άγονη. Μέσω ενός πυκνού δικτύου μικρών ποταμών σχηματίζει τη λεκάνη απορροής του Μάας. Παρά το άγονο των επιφανειακών στρωμάτων, στο υπέδαφός της περιοχής βρέθηκαν σημαντικά κοιτάσματα λιθάνθρακα (περιοχή Πέελ). Στη Βόρεια Βραβάνδη βρίσκεται και η πασίγνωστη, στους περισσότερους Ευρωπαίους, πόλη του Μάαστριχ.
Στα βορειοανατολικά εκτείνεται η περιοχή της Βορειοανατολικής Ολλανδίας ή Χώρας των Γκάαστ. Ο σχηματισμός της ανάγεται στη δράση των παγετώνων της περιόδου του Ρις. Οι παγετώνες αυτοί απέθεσαν μεγάλους σωρούς μορενών, γι` αυτό και η περιοχή παρουσιάζει υψόμετρα που φτάνουν έως τα 100 μ. Σε παλαιότερες εποχές τα στρώματα των μορενών καλύπτονταν από ένα παχύ στρώμα λες, που τις καθιστούσε εξαιρετικά γόνιμες. Με το πέρασμα όμως των αιώνων το στρώμα αυτό αποπλύθηκε και σήμερα η περιοχή είναι άγονη, με πολλές αμμώδεις εκτάσεις (στα ολλανδικά γκάαστ) που καλύπτονται από βρύα και χαμηλά δάση.
Γενικά το εσωτερικό της χώρας είναι εξαιρετικά επίπεδο με μέσο ύψος μόλις 50-100 μ. και με μέγιστο τα 321 μ. στο λόφο Φάαλσμπεργκ (νοτιοανατολικά σύνορα με τη Γερμανία).
Στην Περιοχή των Πόλντερς, που καταλαμβάνει τη βόρεια και δυτική χώρα, η διαμόρφωση των εδαφών εμφανίζει μεγάλες διαφορές σε σχέση με τις δύο προηγούμενες. Το σύνολο της έκτασης των Πόλντερς είναι προσχωματικό και η επιφάνειά της, σε ορισμένα τμήματά της, φτάνει και τα 7 μ. κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ολόκληρες αυτές οι εκτάσεις θα πλημμύριζαν από τη θάλασσα, αν κατά μήκος της παραλίας δεν προστατεύονταν από τα φυσικά φράγματα που σχηματίζουν οι τεράστιοι όγκοι άμμου (θίνες). Το ύψος των θινών αυτών φτάνει σε κάποιες περιπτώσεις τα 60 μ. ύψος, τα 140 χλμ. μήκος και τα 5 χλμ. πλάτος.
Οι θίνες όμως αυτές δεν είναι πάντα παρούσες ούτε φτάνουν παντού το απαιτούμενο ύψος. Στις περιπτώσεις αυτές είναι αναγκαία η κατασκευή τεχνητών αναχωμάτων και φραγμάτων από τον άνθρωπο, ανάγκη που οδήγησε τους Ολλανδούς στο άνοιγμα ενός μεγάλου κεφαλαίου της μακρόχρονης και επικών διαστάσεων πάλης τους με τη φύση για την υποταγή της στις απαιτήσεις τους.
Οι Ολλανδοί ήδη από το 10ο αι. άρχισαν με πείσμα να διεκδικούν και να παίρνουν από τη θάλασσα χερσαία εδάφη για τη χώρα τους. Στην αρχή το προσπάθησαν με τη δημιουργία σωρών από άμμο στους οποίους φύτευαν βαθύρριζα φυτά για να μειώνουν τη διάβρωση και με την κατασκευή μεγάλων τεχνητών υδροφρακτών. Αυτό συνέβη πρώτα γύρω από τον κόλπο του Ζούιντερζεε και τους ποταμούς. Όταν τα νερά αποσύρονταν στη θάλασσα με την άμπωτη, έκλειναν τα φράγματα πίσω τους ώστε να μην μπορούν να επιστρέψουν με την πλημμυρίδα. Η αποστράγγιση των εδαφών αυτών όμως έθεσε το πρόβλημα της διευθέτησης της κοίτης των ποταμών, γιατί καθώς αυτοί έρρεαν σε εκτάσεις που βρίσκονταν κάτω από το ύψος της επιφάνειας της θάλασσας, δεν μπορούσαν πλέον να εκβάλουν σ` αυτή. Έτσι οι Ολλανδοί αναγκάστηκαν να "εγκλωβίσουν" τους ποταμούς κατασκευάζοντας στις όχθες τους ψηλά αναχώματα για να ανεβάσουν τη στάθμη τους μέχρι να υπερβεί εκείνη της θάλασσας. Κατόπιν, με ένα εκτεταμένο και εξαιρετικά πυκνό δίκτυο καναλιών και αντλιών που κινούνταν από τους ανεμόμυλους, άρχισαν να απομακρύνουν τα νερά που απέμεναν ή έριχνε η βροχή, ανεβάζοντάς τα στις ψηλότερες διώρυγες ή ποταμούς για να χυθούν και αυτά στη θάλασσα. Με τον τρόπο αυτό απελευθέρωσαν χιλιάδες στρέμματα γης για καλλιέργεια, δημιουργώντας παράλληλα και την ισχυρή συντεχνία των ιδιοκτητών ανεμόμυλων. Τα νέα εδάφη που κατακτήθηκαν από τη θάλασσα ονομάστηκαν "Πόλντερς" και η τεχνολογία, από τις αρχές του 20ού αι., επέτρεψε την αντικατάσταση των ανεμόμυλων από πανίσχυρές αντλίες. Με αυτό τον τρόπο μεταξύ του 1840-1843 οι Ολλανδοί απέσπασαν από τη θάλασσα 180 τ. χλμ. γης περίπου.
Το έργο όμως που παρουσιάζει ανάγλυφα το μέγεθος της προσπάθειας και το βάθος του σχεδιασμού ήταν η αποστράγγιση του κόλπου Ζούιντερζεε μεταξύ των ετών 1920-1932. Η ευφυΐα των σχεδιαστών καταδεικνύεται στην ιδέα τους όχι μόνο να αποστραγγίσουν τον κόλπο, αλλά και να μετατρέψουν ένα μέρος του σε τεχνητή λίμνη γλυκού νερού, καθώς σ` αυτόν εκβάλλουν πολλά ποτάμια. Έτσι και θα απελευθερώνονταν τεράστιες χερσαίες εκτάσεις για καλλιέργεια, αλλά και θα εξασφαλίζονταν και ένα μόνιμο απόθεμα νερού για την άρδευσή τους. Τα έργα άρχισαν το 1920 με την κατασκευή ενός φράγματος μήκος 2,5 χλμ. μεταξύ βόρειας Ολλανδίας και του νησιού Βίρινγκεν, το οποίο καλύφτηκε τελικά από το έργο. Ένα δεύτερο φράγμα, μήκους 30 χλμ., ένωσε το 1932 τα δύο άκρα του στομίου του κόλπου. Το τελικό μήκος του έργου έφτασε τα 44 χλμ. και έκλεισε τελείως τον Ζούιντερζεε από τη Βόρεια θάλασσα. Σταδιακά με αυτό το έργο προστέθηκαν στην έκταση της Ολλανδίας περισσότερα από 2.200.000 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης. Τα πόλντερς που δημιουργήθηκαν είναι το Βίρινενγκερμιρ, το Νόορντοστ, το Ανατολικό Φλέβολαντ και το Νοτιοδυτικό Φλέβολαντ. Το έδαφος των πόλντερς αυτών αλλά και των άλλων αποτελεί την πιο γόνιμη ολλανδική περιοχή. Σήμερα συζητείται και η δημιουργία του Μάρκερβααρντ. Είναι χαρακτηριστικό πώς μετά την απελευθέρωση των εκτάσεων αυτών η πυκνότητα του πληθυσμού έπεσε από τους 380 κατ. ανά τ. χλμ. στους 330 κατ. ανά τ. χλμ. πάρα τη συνεχιζόμενη αύξηση του πληθυσμού. Η λίμνη που δημιουργήθηκε στη θέση του κόλπου ονομάζεται Ίζελμιρ, έχει έκταση 1.400 τ. χλμ. και χωρητικότητα 3 εκατομ. κυβ. μ. νερού.