Μαυριτανία, η χώρα που στο μεγαλύτερό της μέρος αποτελείται από έρημο, παρουσιάζει μία πολιτισμική αντίθεση, με τους Αραβο-Βέρβερους στο βορρά και τους Μαύρους Αφρικανούς στο νότο, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της είναι νομάδες.
Στο Μεσαίωνα η Μαυριτανία ήταν η βάση των Αλμοραβίδων, οι οποίοι διέδωσαν τον Ισλαμισμό σε όλη την περιοχή και ήλεγχαν για ένα διάστημα το ισλαμικό κομμάτι της Ισπανίας. Το 15ο αιώνα Ευρωπαίοι έμποροι άρχισαν να δείχνουν ενδιαφέρον για τη Μαυριτανία και το 1814 η χώρα τέθηκε υπό Γαλλική κυριαρχία. Τα κσουρ (οχυρωμένοι οικισμοί, πόλεις των καραβανιών) δημιουργήθηκαν μεταξύ του 8ου και του 14ου αιώνα ως ενδιάμεσοι σταθμοί στο δρόμο των καραβανιών ανάμεσα στο Μαρόκο και στα αφρικανικά βασίλεια. Ήκμασαν ως εμπορικά κέντρα αλλά αργότερα ερήμωσαν. Οι πόλεις αυτές συμπεριλήφθηκαν το 1996 στον κατάλογο με τα Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ.
Αξιόλογη είναι επίσης η μουσική παράδοση στη χώρα. Τα παραδοσιακά μουσικά όργανα είναι έγχορδα και κρουστά, ενώ οι γυναίκες παίζουν διαφορετικά μουσικά όργανα από τους άνδρες. Κατά παράδοση στη Μαυριτανία υπάρχουν τρεις διαφορετικοί τρόποι παιξίματος: ο λευκός τρόπος, ο μαύρος και ο μιγαδικός, που απηχούν τις τρεις βασικές εθνοτικές ομάδες.
Στη συνείδηση των Δυτικοευρωπαίων, η Μαυριτανία θεωρείται κάθε άλλο παρά κέντρο αστικού πολιτισμού. Έτσι, εκπλήσσει το γεγονός ότι πολλές πόλεις τns ερήμου στη χώρα αυτή, υπήρξαν επί αιώνες τόποι καλλιέργειας τns παιδείας και ότι στις Σχολές του Κορανίου περιπλανώμενοι μουσουλμάνοι, κήρυκες, ποιητές και λόγιοι των επιστημών του Δικαίου και τns Ιστορίας μετέδιδαν τις γνώσεις τουs στις τέχνες και στις επιστήμες.
Σημαντική ήταν στο παρελθόν και η παραγωγή και αντιγραφή χειρόγραφων βιβλίων. Υπολογίζεται ότι οι βιβλιοθήκες της χώρας φιλοξενούν περίπου 40.000 ιστορικά χειρόγραφα και αντίγραφα, μεταξύ των οποίων και αντίγραφα τns περιόδου των Αλμοραβιδών (10os αι.) καθώς και πρωτότυπες εκδόσεις, όπως μια Γραμματική του Αβερρόη που βρέθηκε στο Μπουτιλιμίτ.