fb

Πληροφορίες για: Τσαντ

Περιγραφή

Η Δημοκρατία του Τσαντ είναι ανεξάρτητο κράτος της βορειοκεντρικής Αφρικής με έκταση 1.284.000 τ. χλμ. και πληθυσμό 8.997.237 κατοίκους (2002).
Το Τσαντ καταλαμβάνει το νοτιοανατολικό και βορειοανατολικό τμήμα της λεκάνης της λίμνης Τσαντ και περιλαμβάνεται ανάμεσα στη σαχαριανή οροσειρά Τιμπέστι και στην άνω λεκάνη του ποταμού Σαρί, στο κέντρο περίπου της Βόρειας Αφρικής, και δεν έχει θαλασσινή διέξοδο. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, στα ανατολικά με το Σουδάν, στα νότια με την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και στα δυτικά με το Καμερούν, τη Δημοκρατία του Νίγηρα και τη Νιγηρία.

Μέχρι τον 20ό αιώνα
Τα εδάφη του Τσαντ κατοικήθηκαν από τη νεολιθική εποχή και εποικίστηκαν από το 500 π.Χ. Τον 8ο μ.Χ. αιώνα η αποξήρανση της Σαχάρας οδήγησε πολλούς Βερβέρους στο σημερινό Τσαντ. Το 800 μ.Χ. δημιουργήθηκε το βασίλειο Κάνεμ που το 1805 προσηλυτίστηκε στον Ισλαμισμό. Στις αρχές της δεκαετίας του 1200 συγχωνεύτηκαν τα βασίλεια Κάνεμ και Μπόρνου σε ένα που έφτασε στη μέγιστη ακμή του το 16ο αιώνα, οπότε αναπτύχθηκαν τα βασίλεια των Μπαγκίρμι και των Ουαντάι, που το 17ο αιώνα επιτέθηκαν ενάντια στο Κάνεμ - Μπόρνου. Τη δεκαετία 1883-1893 ο Σουδανός τυχοδιώκτης Ραμπί αζ - Ζουμπαΐρ ενοποίησε τα βασίλεια Κάνεμ - Μπόρνου, Μπαγκίρμι και Ουαντάι υπό την εξουσία του, το 1990 ο Ραμπί έχασε το θρόνο του.

Ο 20ός αιώνας
Το 1910 το Τσαντ υπήρξε μέρος της ομοσπονδίας της Γαλλικής Αφρικής του Ισημερινού και το 1946 χαρακτηρίστηκε υπερπόντιο έδαφος της Γαλλίας. Το 1958 ανακηρύχθηκε μια από τις δημοκρατίες των χωρών της Γαλλικής Κοινότητας και την 11η Αυγούστου του 1960 το Τσαντ κατέστη ανεξάρτητο κράτος από τη Γαλλία με πρόεδρο τον Νγκάρτα (Φρανσουά) Τομπαλμπαί, ο οποίος το 1962 θέσπισε νέο σύνταγμα. Το 1963 μαύροι μουσουλμάνοι αντάρτες πολέμησαν τους χριστιανούς του νότου και τους ανιμιστές με σκοπό την προώθηση στενών σχέσεων του Τσαντ, με τη Λιβύη και τις υπόλοιπες βορειοαφρικανικές, αραβικές χώρες. Στον εμφύλιο πόλεμο μπλέχθηκαν και γαλλικά στρατιωτικά σώματα εναντίον των ανταρτών. Το 1975 εκδηλώθηκε στρατιωτικό πραξικόπημα, που ανέτρεψε τον πρόεδρο Τομπαλμπαί, ο οποίος σκοτώθηκε. Την εξουσία ανέλαβε ο υποστράτηγος Φελίξ Μαλούμ. Το 1977 η Λιβύη προσάρτησε την περιοχή του Τσαντ Αόζου, όμως όταν το 1979 λίβυες στρατιωτικές δυνάμεις εισέβαλαν στη χώρα αποκρούστηκαν. Το 1978 επήλθε συμφωνία ανάμεσα στον αρχηγό των ανταρτικών "Ενόπλων Δυνάμεων του Βορρά" Ισέν Χαμπρέ και τον Μαζούμ, ο οποίος διόρισε τον Χαμπρέ πρωθυπουργό της χώρας. Η ρήξη των σχέσεων των δύο ανδρών οδήγησε στον εμφύλιο πόλεμο του 1979. Οι αντάρτες αρχηγοί Ισέν Χαμπρέ και Γκουκούνι Ουεντέι των "Λαϊκών Ενόπλων Δυνάμεων" συμμάχησαν και μετά την κατάληψη της πρωτεύουσας Ντζαμένα και σχημάτισαν τη Μεταβατική Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Μετά τη διαφωνία του Χαμπρέ με τον Ουεντέι ο πρώτος ανακατέλαβε τη Ντζαμένα και στις 21 Οκτωβρίου 1982 ανακηρύχτηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο εμφύλιος πόλεμος συνεχιζόταν με τους Λίβυους να υποστηρίζουν τον Ουεντέι. Επενέβησαν γαλλικά στρατεύματα, που αποσύρθηκαν το Σεπτέμβριο του 1984 μετά από γαλλο-λιβυκή συμφωνία.
Τον Ιούνιο του 1984 ο πρόεδρος Ισέν Χαμπρέ σχημάτισε την Εθνική Ένωση για την Ανεξαρτησία και την Επανάσταση. Στο νότιο Τσαντ την ουσιαστική εξουσία ασκούσαν οι κομάντος "codos" με αρχηγό το συνταγματάρχη Αλφόνς Κοτίγκα πολέμιο του Χαμπρέ, τον οποίο όμως ο Χαμπρέ κατόρθωσε να προσεταιριστεί το 1985. Το 1986 ξέσπασαν και πάλι εμφύλιες συγκρούσεις και η Γαλλία επενέβη εκ νέου.
Τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1987 η κυβέρνηση του Χαμπρέ κατόρθωσε να μεταφέρει τον πόλεμο στο εσωτερικό της Λιβύης με τη βοήθεια της αεροπορίας του Τσαντ και στις 11 Σεπτεμβρίου 1987 συμφωνήθηκε κατάπαυση του πυρός ανάμεσα στο Τσαντ και στη Λιβύη. Στις 3 Οκτωβρίου 1988 ομαλοποιήθηκαν οι σχέσεις των δύο κρατών και αντάλλαξαν πρέσβεις. Το 1990 ο Ιντρίς Ντεμπί επικεφαλής του Κινήματος Σωτηρίας του Λαού ανέτρεψε τον Χαμπρέ και αφού κατάργησε το σύνταγμα και τη Βουλή ανακηρύχτηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, χωρίς ωστόσο να θεσπίσει στο συντακτικό χάρτη του 1991 τον πολυκομματισμό, παρά τις αρχικές του υποσχέσεις για εκδημοκρατισμό. Την εκτελεστική εξουσία ασκούσε ένα 33μελές συμβούλιο του κράτους του οποίου επικεφαλής ήταν ο πρόεδρος.
Τον Ιανουάριο του 1992 η Γαλλία αύξησε τον αριθμό των μόνιμων στρατιωτών που διατηρούσε στο Τσαντ, αλλά για πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα. Κατά τη διάρκεια του 1992 και 1993 εκδηλώθηκαν τρία αποτυχημένα πραξικοπήματα κατά του προέδρου Ντεμπί, ενδεικτικά της ευρείας εθνικής και πολιτικής δυσαρέσκειας εναντίον του καθεστώτος. Ο Ντεμπί διέταξε τη βίαιη καταστολή τους και σημειώθηκε σφαγή 82 πολιτών από την προσωπική φρουρά του προέδρου Ντεμπί τον Αύγουστο του 1993, ενώ πιο πριν 15.000 κάτοικοι από το νότιο Τσαντ μετανάστευσαν στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία για να διασωθούν από τον κυβερνητικό στρατό (Μάρτιος 1993). Τον Απρίλιο του 1993 υιοθετήθηκε ένας συνταγματικός χάρτης και ένα χρονοδιάγραμμα κατά το οποίο θα προετοιμαζόταν ένα δημοψήφισμα σχετικά με το σύνταγμα που θα ψηφιζόταν στο μέλλον και τις προεδρικές εκλογές.

Τον Μάρτιο του 1996 το εκλογικό σώμα με δημοψήφισμα επέλεξε το πολυκομματικό σύστημα και ο στρατηγός Ίντρις Ντεμπό επικράτησε στις πρώτες πολυκομματικές προεδρικές εκλογές του Ιουλίου 1996, των οποίων αμφισβητήθηκε η αξιοπιστία, και εξελέγη πρόεδρος με ποσοστό 70% και πρωθυπουργό τον Χαρούμπ Καμπάντι από τον Ιούνιο του 2002.

Η μορφολογία του εδάφους εμφανίζει μεγάλες αντιθέσεις λόγω της τεράστιας επιφάνειας της χώρας και της γεωγραφικής της θέσης. Το έδαφος στη μεγαλύτερη έκτασή του είναι πεδινό και περιβάλλεται στα ανατολικά και στα βόρεια από οροσειρές. Το βόρειο και κεντρικό Τσαντ καταλαμβάνεται από ερήμους ή από ημιερημικές εκτάσεις, που καλύπτονται από στέπες με θαμνώδη, σποραδική βλάστηση. Στο βόρειο Τσαντ ειδικότερα, στα σύνορα με τη Δημοκρατία του Νίγηρα και τη Λιβύη εκτείνεται η ηφαιστειογενής οροσειρά του Τιμπέστι με μεγαλύτερο υψόμετρο 3.415 μέτρα στην κορυφή Έμι Κούσι, που είναι η υψηλότερη. Οι άλλες κορυφές είναι η Τουσίντ (3.315 μ.), η Τάρσο Εμίσι ή Τάρσο Ούρι (3.150 μ.) και Τάρσο Τιερόκο (2.910 μ.), στα βορειοανατολικά υψώνεται το ψαμμιτικό οροπέδιο Ενεντί, στα ανατολικά η κρυσταλλική οροσειρά του Ουαντάι και στα νότια το οροπέδιο Ουμπάνγκι του οποίου το χαμηλότερο βύθισμα Τζουράμπ κατέρχεται στα 175 μέτρα. Οι δυτικές προεκτάσεις των υψωμάτων Νταρφούρ του Σουδάν σχηματίζουν στο Τσαντ το οροπέδιο Κάπκα με υψηλότερη κορυφή τη Χατζέρ Μορνού ή Μαρντί, που έχει ύψος 1.310 μ.

Το κλίμα ποικίλλει, από υγρό και ξερό τροπικό στα νότια, με λιγοστές βροχοπτώσεις στο νοτιοκεντρικό τμήμα, μέχρι άνυδρο με υψηλές θερμοκρασίες στα βόρεια. Οι βόρειες κυρίως ερημικές εκτάσεις χαρακτηρίζονται από μόνιμη ξηρασία και θερμοκρασίες που κυμαίνονται από 15°C μέχρι 25°C μέσες θερμοκρασίες του Ιανουαρίου μέχρι πάνω από 30°C τον Ιούλιο. Το κεντρικό Τσαντ είναι ημιάνυδρο με περίοδο βροχοπτώσεων, που διαρκεί από τον Ιούνιο ως τον Σεπτέμβριο και ύψος 300 μέχρι 800 χιλιοστόμετρα. Ο νότος έχει ξερό και υγρό τροπικό κλίμα με βροχοπτώσεις που σημειώνονται κατά την περίοδο από τον Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο και φτάνουν σε ύψος από 800, μέχρι 1200 χιλιοστόμετρα.

Το Τσαντ ανήκει στον Τρίτο Κόσμο και παρουσιάζει δημογραφικά στοιχεία που χαρακτηρίζονται από θεαματικούς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης και μεγάλα ποσοστά θνησιμότητας. Το 2002 ο πληθυσμός ήταν 8.997.237 με πολύ μικρή πυκνότητα, 5 κατοίκους ανά τετρ. χλμ. Το 21,4% περίπου κατοικεί σε αστικά κέντρα και η πλειοψηφία του 78,6% διαμένει σε χωριά. Το προσδοκώμενο όριο ζωής το 2002 ήταν τα 51,27 χρόνια κατά μέσο όρο, 53,4 χρόνια για τις γυναίκες και τα 49,22 χρόνια για τους άνδρες. Το ποσοστό γεννητικότητας το 2002 ήταν 4,77% και της θνησιμότητας 1,5% με βρεφική θνησιμότητα που έφτανε το ποσοστό του 9,34% (2002). Τα μεγέθη αυτά δικαιολογούν το ρυθμό της αύξησης του πληθυσμού που κατά μέσο όρο έφτανε το 3,27% το 2002 . Η σύνθεση του πληθυσμού την ίδια χρονιά ήταν: 47,8% κάτω των 15 ετών, 49,4% μεταξύ 15 και 64 ετών και 2,8% από 65 ετών και άνω.

Το Τσαντ δεν έχει ικανοποιητικό οδικό δίκτυο. Το μήκος των δρόμων είναι 33.400 χλμ. (2000) από τα οποία μόνο το 24% είναι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι. Δεν υφίσταται σιδηροδρομικό δίκτυο. Μεγάλο μέρος των συγκοινωνιών και των μεταφορών εξυπηρετείται μέσω των ποταμών. Το σπουδαιότερο αεροδρόμιο της χώρας, που έχει τακτικές διεθνείς πτήσεις είναι στη Ντζαμένα δέχεται αεριωθούμενα. Τα υπόλοιπα 55 περίπου μικρότερα αεροδρόμια δέχονται μικρότερα αεροσκάφη.
Ο ραδιοφωνικός σταθμός στη Ντζαμένα ελέγχεται από την κυβέρνηση. Η τηλεόραση εκπέμπει προγράμματα στα γαλλικά, τα αραβικά και σε οκτώ αφρικανικές γλώσσες.