Περιγραφή
Ανεξάρτητο κράτος που εκτείνεται στην Ανατολική Ευρώπη και τη Βόρεια Ασία, με έκταση 17.075.200 τ.χλμ. και πληθυσμό 144.978.573 κατοίκους (εκτίμηση 2002). Εκτείνεται σε γεωγραφικό πλάτος 80?Β - 41?30΄Β και σε γεωγραφικό μήκος 20?Α - 169?40΄Δ. Συνορεύει νότια με την Κίνα, τη Μογγολία, τη Βόρεια Κορέα, το Καζακστάν, το Αζερμπαϊτζάν και τη Γεωργία και δυτικά με την Ουκρανία, τη Λευκορωσία, την Πολωνία, τη Λιθουανία, τη Λετονία, την Εσθονία, τη Φιλανδία και τη Νορβηγία, ενώ βρέχεται στα βόρεια από τον Αρκτικό ωκεανό, ανατολικά από τον Ειρηνικό ωκεανό, νότια από την Κασπία θάλασσα και τον Εύξεινο Πόντο και δυτικά από τη Βαλτική θάλασσα.
Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος του κόσμου, τριανταμία φορές μεγαλύτερο από τη Γαλλία και μιάμιση φορά μεγαλύτερο από την Ευρώπη. Είναι ακόμα η 6η πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου, με πληθυσμό 15 φορές μεγαλύτερο από τον πληθυσμό της Πορτογαλίας και ίσο με το σύνολο του πληθυσμού της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, του Βελγίου και του Λουξεμβούργου. Πρωτεύουσά της είναι η Μόσχα.
Μέχρι τον 20ό αιώνα
Οι πρώτες εγκαταστάσεις των ανατολικών σλαβικών φύλων
Τον 5ο αι. μ.Χ. τα ανατολικά σλαβικά φύλα, λαοί ινδοευρωπαϊκής καταγωγής, που βρίσκονται εγκαταστημένοι στα εδάφη που σήμερα αποκαλούμε Ευρωπαϊκή Ρωσία (δυτικά των Ουραλίων) μετακινούνται προς τα νότια και νοτιοανατολικά. Σε τόσο πρώιμες εποχές δεν μπορούμε ακόμα να μιλάμε για κάποιον ενιαίο κρατικό σχηματισμό αλλά για το σχηματισμό κρατιδίων που αναπτύσσονται με κέντρο μία πόλη. Κατά τον 8ο-9ο αι. Γερμανοί, Νορμανδοί και Σκανδιναβοί αναπτύσσουν εμπορικές επαφές με την περιοχή της Βαλτικής, του Βόλγα και της Μαύρης θάλασσας. Για τον καλύτερο έλεγχο των εμπορικών οδών ιδρύουν μικρές ηγεμονίες με επικεφαλής τοπικούς Σλάβους ή Σκανδιναβούς άρχοντες, οι οποίοι θεμελιώνουν τις δυναστείες που αργότερα θα κυριαρχήσουν στην πολιτική ιστορία της χώρας, όπως ο Ρούρικ στο Νόβγκοροντ και οι Ρως κοντά στο σημερινό Ριαζάν. Οι τελευταίοι μάλιστα πολιορκούν ανεπιτυχώς την Κωνσταντινούπολη (860). Στα τέλη του 10ου αι. ο πρίγκιπας Σβιατοσλάβος της δυναστείας του Ρούρικ θέτει τις βάσεις για την ισχυροποίηση του κράτους του Κιέβου και για πρώτη φορά οι Ρως κάνουν αισθητή την παρουσία τους ως ανερχόμενη δύναμη στην περιοχή. Οι επαφές με το Βυζάντιο βέβαια δεν είναι μόνο εχθρικές: στα μέσα του 10ου αι. η βασίλισσα Όλγα γίνεται δεκτή με μεγάλη επισημότητα από το Βυζαντινό αυτοκράτορα και αρχίζουν οι πρώτες μεμονωμένες προσπάθειες για διάδοση του χριστιανισμού και ένταξη του Ρωσικού κράτους στην Ευρώπη. Το 998 αποτελεί χρονολογία-ορόσημο στη ρωσική ιστορία: ο διάδοχος του Σβιατοσλάβου ηγεμόνας Βλαδίμηρος Α΄ (980-1015) βαπτίζεται χριστιανός και μαζί με αυτόν το μεγαλύτερο μέρος του λαού, στον ποταμό Δνείπερο. Την ίδια χρονιά ιδρύεται η Ρωσική Εκκλησία, ως μητρόπολη του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, με πρώτους μητροπολίτες Έλληνες που συμβάλλουν θετικά στην ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών, ενώ Βυζαντινοί ιεραπόστολοι της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας φτάνουν στη χώρα μεταφέροντας όχι μόνο το χριστιανισμό αλλά και την ελληνική και χριστιανική πολιτιστική παράδοση του Βυζαντίου. Ο Βλαδίμηρος ανακηρύσσεται άγιος της Ρωσικής Εκκλησίας.
Το κράτος του Κιέβου, του Βλαντιμίρ-Σούζνταλ και της Μόσχας (11ος-16ος αι.)
Το κράτος του Κιέβου υπήρξε μία ομοσπονδία των ανατολικών σλαβικών φυλών με επικεφαλής τη δυναστεία που καταγόταν από τον Ρούρικ. Αποδέκτης της πολιτιστικής ακτινοβολίας του Βυζαντίου, το κράτος του Κιέβου γνωρίζει τη μεγαλύτερη ακμή του στα χρόνια του Γιαροσλάβ του Σοφού (1019-1054), οπότε σημειώνεται μεγάλη άνθηση των γραμμάτων και των τεχνών. Όμως οι εσωτερικές αντιπαλότητες για το θρόνο (12ος-13ος αι.) έχουν ως αποτέλεσμα τη διάσπαση του κράτους του Κιέβου και τη δημιουργία ανεξάρτητων ηγεμονιών που αναδεικνύονται σε νέα κέντρα εξουσίας: του Νόβγκοροντ στο βορρά, του Σούζνταλ-Βλαντιμίρ στα βορειοανατολικά και της Γαλικίας-Βολυνίας στο νότο της επικράτειας του πρώην κράτους του Κιέβου. Ο πολιτικός κατακερματισμός του πρώτου ρωσικού κράτους και οι αλλεπάλληλες συγκρούσεις των τοπικών ηγεμόνων διευκόλυναν την κατάκτηση από τους Μογγόλους και η Αυτοκρατορία της Χρυσής Ορδής δεν αργεί να κατακτήσει τα εδάφη της σημερινής Ρωσίας (13ος αι.). Οι δύο αιώνες της μογγολικής κατοχής υπήρξαν περίοδος αποκοπής από τις πολιτικές, πολιτιστικές και κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις, αν και υπήρξαν εμπορικές επαφές με τη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη.
Παράλληλα το κράτος του Σούζνταλ-Βλαντιμίρ σχηματίζει τον πυρήνα της ηγεμονίας της Μόσχας, η άνοδος της οποίας αρχίζει στα 1300. Αντμετωπίζοντας ταυτόχρονα την ηγεμονία του Τβερ, τη Λιθουανία και τους Μογγόλους κατακτητές δημιουργείται το νέο Ρωσικό Κράτος της Μόσχας.
Κατά το 15ο αι. η δύναμη του κράτους της Μόσχας αυξάνεται και επιβάλλεται στις υπόλοιπες ρωσικές ηγεμονίες. Το 1326 ιδρύεται η μητρόπολη της Μόσχας. Το 1380 ο ηγεμόνας Ντμίτρι Ντονσκόι σημειώνει μεγάλη νίκη εναντίον των Μογγόλων στο Κουλίκοβο. Στο μεταξύ η Δυτική Εκκλησία προσπαθεί να προσεγγίσει την Εκκλησία της Ρωσίας, η οποία όμως επί βασιλείας Βασίλι Β΄ αρνείται την ένωση μαζί της (1425-62). Η Ρωσία απελευθερώνεται τελικά το 1480 από τον ηγεμόνα Ιβάν Γ΄ το Μεγάλο (1462-1505), ο οποίος πετυχαίνει να οργανώσει ένα κράτος συγκεντρωτικό με ενισχυμένο το ρόλο της κεντρικής εξουσίας. Οι διάδοχοί του ισχυροποιούν την εξουσία τους και το Ρωσικό κράτος επεκτείνεται σε περιοχές της Ουκρανίας. Το 1478 προσαρτάται η ηγεμονία του Νόβγκοροντ και ακολουθούν οι ηγεμονίες του Τβερ (1510) και του Ριαζάν (1521). Ο Ιβάν Δ΄ ο Τρομερός (1533-1584) σε ηλικία 16 ετών (1547) παίρνει τον τίτλο του τσάρου και πετυχαίνει, καταφεύγοντας συχνά στην τρομοκρατία, σε εξορίες και εκτελέσεις να επιβληθεί στους βογιάρους (τοπικούς ηγεμόνες) και να ισχυροποιήσει την κεντρική εξουσία, να προσαρτήσει τα χανάτα του Καζάν και του Αστραχάν. Ωστόσο την εποχή του θανάτου του το κράτος αντιμετώπιζε σοβαρότατα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που προκλήθηκαν από την κατασπατάληση των χρημάτων στις εκστρατείες και τις διώξεις πολλών ικανών αρχόντων. Η δυναστεία του Ρούρικ τερματίζεται το 1598 με το θάνατο του τελευταίου ηγεμόνα της, γιου του Ιβάν του Τρομερού, Φιόντορ Α΄ (1584-1598). Το 1589 η Εκκλησία της Ρωσίας ανυψώνεται σε πατριαρχείο.
Στο θρόνο ανεβαίνει ο Μπόρις Γκοντούνοφ (1598-1605), ο οποίος κατορθώνει να επαναφέρει στο κράτος την ειρήνη και την εσωτερική σταθερότητα, όμως μετά το θάνατό του εκδηλώνονται έντονες ταραχές μεταξύ δουλοπάροικων και βογιάρων από τη μία και μεγάλων φεουδαρχών που συγκεντρώνουν το σύνολο σχεδόν της έγγειας ιδιοκτησίας (1606-13) από την άλλη πλευρά. Παράλληλα η Σουηδία και η Πολωνία επιδιώκουν ανεπιτυχώς να αποσπάσουν τμήματα της Μοσχοβίας. Το 1613 αντιπρόσωποι των Κοζάκων, των βογιάρων και των επαναστατημένων στρατευμάτων εκλέγουν στο αξίωμα του τσάρου τον Μιχαήλ Γ΄ Φεοντόροβιτς Ρομανόφ (1613-45), ο οποίος θεμελιώνει τη δυναστεία των Ρομανόφ. Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής υπογράφονται συνθήκες με τη Σουηδία και την Πολωνία (1617 και 1618 αντίστοιχα), με τις οποίες παραχωρούνται σημαντικά εδάφη, ήταν όμως απαραίτητες για να υπάρξει μια περίοδος ηρεμίας και ανασυγκρότησης του κράτους. Το 1645-76 η Μοσχοβία με επικεφαλής τον τσάρο Αλέξη Μιχαήλοβιτς συγκρούεται και πάλι με την Πολωνία και τη Σουηδία. Ο πόλεμος αυτός λήγει για τη Ρωσία με απώλεια της Λευκορωσίας και προσάρτηση της ανατολικής Ουκρανίας.
Η Ρωσική Αυτοκρατορία (18ος αι.-1917)
Ο Μεγάλος Πέτρος παίρνει το 1721 τον τίτλο του "Αυτοκράτορα Πασών των Ρωσιών" και ιδρύει τη Ρωσική Αυτοκρατορία. Με στόχο τον εκσυγχρονισμό του κράτους εγκαινιάζει μια πολιτική σταθερά προσανατολισμένη προς τη Δύση, στα πλαίσια της οποίας μεταφέρει την πρωτεύουσα από τη Μόσχα στη νέα πόλη που ιδρύει με το όνομά του, την Αγία Πετρούπολη. Με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του κατακτά τις περιοχές της Βαλτικής και της Κασπίας θάλασσας, γεγονός μεγάλης σημασίας για την ανάπτυξη του εμπορίου. Καταργεί το πατριαρχείο Μόσχας το 1701 και πετυχαίνει να περιορίσει στο ελάχιστο την ανάμειξη των εκκλησιαστικών αρχόντων στην πολιτική. Ακόμα πετυχαίνει την ισχυροποίηση της κεντρικής εξουσίας σε βάρος της φεουδαρχικής αριστοκρατίας και τον εκσυγχρονισμό των κοινωνικών δομών. Με τις μεταρρυθμίσεις του και τη μεγάλη οικονομική πρόοδο, που οφείλεται κυρίως στη σύναψη εμπορικών σχέσεων με την Ολλανδία, τη Μεγάλη Βρετανία και άλλες μεγάλες δυτικές χώρες, η Ρωσία αναδεικνύεται σε μία από τις σημαντικότερες ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής. Οι διάδοχοί του Αικατερίνη Α΄ (1725-1727), Πέτρος Β΄ (1727-1730) και Άννα Ιβάνοβα (1730-1740) όμως δε συνεχίζουν στην ίδια κατεύθυνση, καθώς στην πραγματικότητα η εξουσία ασκείται από ισχυρούς άρχοντες που έχουν κάτω από τον έλεγχό τους τους νόμιμους τσάρους. Η βασιλεία της Ελισάβετ Πέτροβνα (1741-62) χαρακτηρίζεται ως περίοδος ανασυγκρότησης και πολιτικής ηρεμίας, ενώ αυξάνεται η επίδραση της Γαλλίας.
Η Αικατερίνη η Μεγάλη (1762-1796) υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες μορφές της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Οπαδός των Γάλλων εγκυκλοπαιδιστών και της "πεφωτισμένης μοναρχίας", μετά τη Γαλλική Επανάσταση σκληραίνει τη στάση της απέναντι στις φιλελεύθερες δημοκρατικές ιδέες. Στα χρόνια της το κράτος, ως υπέρμαχος της θεωρίας της "Τρίτης Ρώμης", αναλαμβάνει το ρόλο του προστάτη των ορθόδοξων πληθυσμών. Η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) εξασφαλίζει στη Ρωσία διέξοδο στη Μαύρη θάλασσα με την προσάρτηση του χανάτου της Κριμαίας και της αναγνωρίζει το ρόλο του προστάτη των ορθόδοξων πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οπότε αποκτά το δικαίωμα να επεμβαίνει στα εσωτερικά της. Μετά τους τρεις ρωσο-πολωνικούς πολέμους προσαρτά τη Λευκορωσία, Ουκρανία και Λιθουανία, ενώ στο εσωτερικό αντιμετωπίζει με επιτυχία την επανάσταση του Πουγκατσιόφ (1773-74), ενός Κοζάκου που τέθηκε επικεφαλής της επανάστασης δουλοπαροίκων του Βόλγα εναντίον των αφεντικών τους.
Κατά το 19ο αι. ο θεσμός της μοναρχίας έχει παρακμάσει, ενώ η απουσία κάποιου δυναμικού ηγεμόνα που θα κατάφερνε να οδηγήσει δυναμικά τη Ρωσική Αυτοκρατορία στον ανταγωνισμό της με τις άλλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις επιταχύνει τις εξελίξεις. Την ίδια εποχή συντελείται η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παραδοσιακού εχθρού της Ρωσικής Αυτοκρατορίας καθώς αποτελούσε το εμπόδιο για την έξοδο στη Μεσόγειο και η διανομή των εδαφών της γίνεται το μήλο της έριδας για τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις.
Στα χρόνια του Αλέξανδρου Α΄ (1801-1825) η Ρωσία έρχεται αντιμέτωπη με τη Γαλλία του Μεγάλου Ναπολέοντα. Ο ρωσικός στρατός ηττάται στο Αούστερλιτς, οι συγκρούσεις συνεχίζονται το 1806-7 στην Πολωνία και διακόπτονται προσωρινά με τη συνθήκη του Τίλσιτ (1807), η Μεγάλη Εκστρατεία του Ναπολέοντα στη Ρωσία όμως αποτελεί την αποφασιστική επιχείρηση που συντελεί στην πτώση του (1812). Η Ρωσία αποκτά μεγάλο γόητρο στην Ευρώπη. Μετά τη μάχη του Βατερλό ιδρύεται στη Βιέννη η Ιερά Συμμαχία από τις τρεις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, Ρωσία, Αγγλία και Αυστροουγγαρία με σκοπό τη διατήρηση του status quo και την αντιμετώπιση κάθε είδους επαναστατικού κινήματος στην Ευρώπη. Η περίοδος της βασιλείας του Νικολάου Α΄ (1825-35) χαρακτηρίζεται για την αυταρχική διακυβέρνηση, ενώ πολλοί αντιφρονούντες εξορίζονται στον Καύκασο. Η ιδεολογία της "Τρίτης Ρώμης" αντικαθίσταται σταδιακά από τον πανσλαβισμό, σύμφωνα με την οποίο η Ρωσία θέτει υπό την προστασία της όλους τους σλαβικούς λαούς με κριτήριο όχι τη θρησκεία αλλά την εθνική καταγωγή.
Στον πόλεμο της Κριμαίας (1854-56) η Ρωσική Αυτοκρατορία συγκρούεται με την Οθωμανική, η οποία έχει την υποστήριξη της Γαλλίας και Αγγλίας προκειμένου να μη δοθεί στη Ρωσία διέξοδος στη Μεσόγειο. Το 1865-97 η Ρωσική Αυτοκρατορία προσαρτά τις περιοχές μεταξύ του ποταμού Αμούρ και του Ειρηνικού και την Κεντρική Ασία.
Την περίοδο 1861-64 ο Αλέξανδρος Β΄ (1885-1881) προχωρεί σε μεταρρυθμίσεις με στόχο τη σταδιακή κατάργηση του απαρχαιωμένου συστήματος της δουλοπαροικίας, που είχε απασχολήσει για αιώνες την εσωτερική πολιτική σκηνή, τη δημιουργία ενός συστήματος τοπικών συνελεύσεων όπου συμμετείχαν όλες οι κοινωνικές τάξεις (ρωσικά "zemstvo") και την αναδιοργάνωση του δικαστικού συστήματος. Οι μεταρρυθμίσεις απελευθέρωσαν τους χωρικούς από το καθεστώς της δουλείας, ενώ τους παραχωρήθηκε η δυνατότητα να αποκτήσουν έγγεια ιδιοκτησία, με όρους όμως εξαιρετικά δυσβάστακτους. Τελικά τα μέτρα που ελήφθησαν δεν ικανοποίησαν τους διανοούμενους, που άρχισαν να οργανώνουν τις πρώτες συνωμοτικές επαναστατικές οργανώσεις.
Το 1878 το Συνέδριο του Βερολίνου περιορίζει την επιρροή της Ρωσίας στα Βαλκάνια. Το 1881-94 ο τσάρος Αλέξανδρος Γ΄ αναστέλλει την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Στα τέλη της δεκαετίας του 1890 η χώρα μπαίνει στο δρόμο της εντατικής εκβιομηχάνισης, ενώ η εργατική τάξη αναπτύσσεται γρήγορα. Το 1894 ο τελευταίος τσάρος Νικόλαος Β΄ (1894-1917) ανεβαίνει στο θρόνο. Το 1898 ιδρύεται το Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα της Ρωσίας και ακολουθεί το 1901 το Σοσιαλιστικό-Επαναστατικό Κόμμα της Ρωσίας.
Στον τομέα των διεθνών σχέσεων η Ρωσία έχει συνάψει εμπορικές σχέσεις με την Ιαπωνία από τα μέσα του 19ου αι., όμως η προσπάθεια επέκτασης της επιρροής της στην περιοχή και η προσάρτηση της χερσονήσου Λιαοτούνγκ (1898) και η μεταφορά ρωσικού στρατού στη Μαντζουρία και η υποστήριξη της Κίνας, παραδοσιακού εχθρού της Ιαπωνίας, διατάραξαν τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Μετά το Ρωσο-ιαπωνικό πόλεμο που λήγει με ταπεινωτική ήττα της Ρωσίας (1904-5) ξεσπάει η επανάσταση του 1905 με απεργίες και διαδηλώσεις που ξεκίνησαν από την Αγία Πετρούπολη και γρήγορα εξαπλώθηκαν σε όλη τη χώρα. Αν και η επανάσταση καταπνίγεται στο αίμα, δημιουργείται η Κρατική Δούμα, αποφασίζεται η σύγκληση Εθνοσυνέλευσης και διενεργούνται εκλογές. Η Δούμα, στην οποία έχουν σημαντική συμμετοχή εκπρόσωποι των σοσιαλιστών και των μη ρωσικών λαών, διαλύεται δύο μήνες αργότερα και το καθεστώς επανέρχεται στον απολυταρχικό τρόπο διακυβέρνησης. Καθώς η Ευρώπη βαδίζει προς τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η Ρωσία, η Γαλλία και η Αγγλία ιδρύουν την Εγκάρδια Συνεννόηση (Αντάντ) ως αντίποδα στη συμμαχία των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανία, Αυστροουγγαρία)
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου η Ρωσία υφίσταται μεγάλες απώλειες στις μάχες που δίνονται στην Πολωνία, Γαλλικία και Λιθουανία, ενώ οι πολεμικές επιχειρήσεις είχαν δυσμενείς επιπτώσεις στην οικονομία και την παραγωγή. Τη δυσαρέσκεια των κατώτερων τάξεων εντείνει η ανικανότητα της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τα τρέχοντα προβλήματα.
Ο 20ός αιώνας
Η Σοβιετική Ένωση (1917-1991)
Το χειμώνα του 1917 η κατάσταση έχει χειροτερέψει, καθώς σημειώνεται έλλειψη των βασικών ειδών διατροφής στις μεγάλες πόλεις, ενώ ο αυτοκράτορας σκληραίνει τη στάση του μετά τη δολοφονία του Ρασπούτιν το 1916. Τον Φεβρουάριο ξεσπούν οι πρώτες επαναστατικές κινήσεις. Στο Πέτρογκραντ δημιουργείται ένα σώμα που αποτελείται από αντιπροσώπους των εργατών και του στρατού, με την ονομασία Σοβιέτ. Παρόμοια Σοβιέτ σχηματίστηκαν σε ολόκληρη τη χώρα. Σε συνεργασία με τη Δούμα δημιουργείται επαναστατική Προσωρινή Κυβέρνηση με πρόεδρο τον πρίγκιπα Γκεόργκι Λβοφ και στις 15 Μαρτίου ο τσάρος Νικόλαος υποχρεώνεται να υποβάλει την παραίτησή του από το θρόνο και φυλακίζεται στην πόλη Εκατερίνενμπουργκ, όπου εκτελείται μαζί με την οικογένειά του.
Τον Απρίλιο του 1917 επιστρέφει στη Ρωσία ο Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν από την εξορία του στην Ελβετία και αμέσως δηλώνει την απαίτηση να μεταφερθεί η εξουσία στους εκπροσώπους της εργατικής τάξης. Το κόμμα των Μπολσεβίκων στο οποίο συμμετείχαν οι Λ. Τρότσκι, Λ. Καμένεφ, Γκ. Ζηνόβιεφ και Ι. Στάλιν κερδίζει σύντομα την υποστήριξη της πλειοψηφίας και τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου οι Μπολσεβίκοι καταλαμβάνουν την εξουσία. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση δημιουργείται ως ανώτατη νομοθετική αρχή η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή των Σοβιέτ και ως κυβέρνηση το Συμβούλιο των Κομισαρίων (αντιπροσώπων του λαού) στο οποίο συμμετέχει μόνο η πτέρυγα των Μπολσεβίκων με πρωθυπουργό τον Λένιν. Το 1918 δημιουργείται η Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ρωσίας.
Θέλοντας να βγει από τον πόλεμο η Ρωσία προτείνει την υπογραφή συνθήκης ειρήνης. Η Γερμανία επιβάλλει ουσιαστικά τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ με την οποία η Ρωσία βγαίνει από τον πόλεμο παραχωρώντας τις χώρες της Βαλτικής, την Πολωνία, την Ουκρανία, τη Φιλανδία και τον Καύκασο στις Κεντρικές Δυνάμεις και τους συμμάχους τους. Τον Μάιο του 1918 ξεσπάει ο εμφύλιος πόλεμος, στη διάρκεια του οποίου ο Ερυθρός Στρατός συγκρούεται με τις δυνάμεις των Λευκών (αντικομουνιστών), τους οποίους ενισχύουν με εκστρατευτικά σώματα και χώρες του εξωτερικού (ΗΠΑ, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Ιαπωνία). Μέχρι τις αρχές του 1920 όμως ο Ερυθρός Στρατός πετυχαίνει να αναχαιτίσει τις δυνάμεις των αντιπάλων του, αλλά και να ανακαταλάβει πολλές από τις περιοχές που είχαν χαθεί με τη συνθήκη Μπρεστ-Λιτόφσκ. Τα τελευταία τμήματα του λευκού στρατού εκκενώνουν την Κριμαία και ο Ερυθρός Στρατός καταλαμβάνει την Αρμενία. Το 1921 καταλαμβάνεται και η Γεωργία και υπογράφεται συνθήκη ειρήνης με την Πολωνία. Το τέλος του εμφύλιου πολέμου ακολούθησε πογκρόμ εναντίον των αντιπολιτευόμενων κομμάτων και η εγκαθίδρυση της "δικτατορίας του προλεταριάτου", ενώ και στο εσωτερικό του Κομουνιστικού Κόμματος επιβλήθηκε αυστηρή πειθαρχία των μελών στην κομματική γραμμή.
Ο Λένιν ανακοινώνει το 1921 το πρόγραμμα της "Νέας Οικονομικής Πολιτικής" (ΝΕΠ), χάρη στην οποία επιτυγχάνεται ανάκαμψη της οικονομίας. Μετά από μία περίοδο ταραχών και πολιτικής αστάθειας η Ρωσία μετατρέπεται επίσημα σε κράτος μονοκομματικό με μοναδικό φορέα εξουσίας το Κομουνιστικό Κόμμα. Το 1922 ο Στάλιν γίνεται Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το 1922-23 η Ρωσία, το Αζερμπαϊτζάν, η Αρμενία και η Γεωργία, η Ουκρανία και η Λευκορωσία δημιουργούν την ΕΣΣΔ. Στα χρόνια που ακολουθούν το θάνατο του Λένιν (1924) ο Ιωσήφ Στάλιν πετυχαίνει να αντιμετωπίσει τους κυριότερους αντιπάλους του στην κούρσα της διαδοχής Ζηνόβιεφ, Καμένεφ και Τρότσκι.
Η ισχυροποίηση του Στάλιν στην εξουσία εγκαινιάζει τη σταλινική περίοδο (1929-1953). Το 1929 εγκαταλείπεται η "Νέα Οικονομική Πολιτική" και τίθεται σε εφαρμογή το πρώτο "Πενταετές Πρόγραμμα Ανάπτυξης" (1929-1932), σύμφωνα με το οποίο δίνεται βάρος στη βαριά βιομηχανία και την κολεκτιβοποίηση των εργοστασίων και καλλιεργήσιμων γαιών, την επιβολή κρατικού ελέγχου στην οικονομία, την εθνικοποίηση όλων των μικρών βιομηχανιών και την επιβολή κεντρικού σχεδιασμού στην παραγωγή. Αποτέλεσμα ήταν η μεγάλη ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας (παραγωγή μηχανημάτων, χαλυβουργίες κ.ο.κ.), αλλά και μείωση της αγροτικής παραγωγής με συνέπεια την ανεπάρκεια καταναλωτικών αγαθών. Το 1933 τίθεται σε εφαρμογή το Δεύτερο Πενταετές Πρόγραμμα (1933-37) και μετά τη λήξη του ακολουθεί το τρίτο Πενταετές Πρόγραμμα.
Συγχρόνως ο Στάλιν προχώρησε στην επιβολή λογοκρισίας στην καλλιτεχνική και πνευματική παραγωγή. Στη βίαιη εκβιομηχάνιση και τις στερήσεις των βασικών καταναλωτικών αγαθών έρχονται να προστεθούν οι διώξεις αντιφρονούντων που πραγματοποίησε ο Στάλιν από το 1934 και εξής. Οι "Μεγάλες Εκκαθαρίσεις", όπως ονομάστηκαν, είχαν ως αποτέλεσμα τη σύλληψη, την εξορία και τις εκτελέσεις πολλών εκατομμυρίων αντιφρονούντων και παλαιών κομουνιστών που είχαν υιοθετήσει απόψεις εκτός της επίσημης γραμμής του κόμματος. Το 1936-38 οργανώνεται νέο πογκρόμ κατά των πολιτικών αντιφρονούντων με πρωτοβουλία της Μυστικής Αστυνομίας GPU.
Το σταλινικό Σύνταγμα του 1936 αναδιοργάνωσε το θεσμό των σοβιέτ, θέσπισε τη δημιουργία του Ανώτατου Σοβιέτ και όριζε 11 ομοσπονδιακά κράτη-μέλη της ΕΣΣΔ: Ρωσία, Ουκρανία, Λευκορωσία, Καζαχτσάν, Κιργισία, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν, Τουρκμενιστάν, Αρμενία, Γεωργία, Αζερμπαϊτζάν.
Στα πρόθυρα της κήρυξης του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου και τις παραμονές της γερμανικής εισβολής στην Πολωνία υπογράφεται τον Αύγουστο του 1939 γερμανο-σοβιετικό Σύμφωνο Μη Επιθέσεως, σύμφωνα με το οποίο ορίζονταν τα εδάφη που θα προσαρτούσε καθεμία από τις συμβαλλόμενες χώρες στην Πολωνία, τη Λιθουανία, την Εσθονία, τη Λετονία, τη Βεσαραβία και τη Φιλανδία. Ως συνέπεια του Συμφώνου αυτού το 1939-40 η ΕΣΣΔ προσαρτά την Ανατολική Πολωνία, τις Βαλτικές Χώρες, τη Βεσαραβία και τη Βόρεια Μπουκοβίνα. Τον Ιούνιο του 1941 όμως δέχεται την εισβολή της Γερμανίας. Οι αρχικές απώλειες των σοβιετικών ανέρχονταν σε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες. Σύμμαχος των Ρώσων αποδείχτηκε ο βαρύς ρωσικός χειμώνας που έκανε εξαιρετικά δύσκολο τον ανεφοδιασμό και τις μετακινήσεις για το γερμανικό στρατό. Γρήγορα ο σοβιετικός στρατός πέρασε στην επίθεση, με μεγαλύτερης σημασίας επιχείρηση τη μάχη του Στάλινγκραντ (1943). Μέχρι τα τέλη του 1943 ο σοβιετικός στρατός είχε ανακαταλάβει τα περισσότερα εδάφη που είχαν κυριεύσει οι γερμανικές στρατιές και άρχισε το 1944-45 η κατάληψη της Ανατολικής Ευρώπης. Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος ή Μεγάλος Πατριωτικός πόλεμος όπως ονομάστηκε στην ΕΣΣΔ, κόστισε πάνω από 35.000.000 νεκρούς, χωρίς να υπολογίζονται οι τραυματίες και οι αγνοούμενοι και οι τεράστιες υλικές ζημιές.
Με τη Συμφωνία της Γιάλτας (Φεβρουάριος 1945) ο κόσμος χωρίζεται σε δύο στρατόπεδα επιρροής και η ΕΣΣΔ αναδεικνύεται σε υπερδύναμη και ελέγχει, εκτός των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, και πλήθος άλλων σε όλες τις ηπείρους.
Αμέσως μετά τον πόλεμο αρχίζουν τα νέα Πενταετή Προγράμματα για την ανόρθωση της οικονομίας. Πράγματι η βαριά βιομηχανία σύντομα επανέρχεται στα προπολεμικά επίπεδα, η γεωργία όμως παρέμεινε σε κρίσιμη κατάσταση. Η άκαμπτη, αυστηρά προσωποπαγής, διακυβέρνηση συνεχίζεται από τον Στάλιν μέχρι το θάνατό του.
Το 1947-48 δημιουργείται η Κομινφόρμ. Συγχρόνως στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης εγκαθίστανται καθεστώτα σοβιετικού τύπου. Η ρήξη με τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο έχει ως αποτέλεσμα την υιοθέτηση πιο σκληρής εξωτερικής πολιτικής από τον Στάλιν. Ο "Ψυχρός Πόλεμος" τη δεκαετία του `45-`55 βρίσκεται στην κορύφωσή του.
Το 1950 υπογράφεται συνθήκη φιλίας και εμπορικής συνεργασίας με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας του Μάο-τσε Τουνγκ, σύντομα όμως οι σχέσεις με το Πεκίνο ψυχραίνονται.
Το 1953 πεθαίνει ο Στάλιν και τον διαδέχεται στη Γενική Γραμματεία του Κόμματος ο Νικήτα Χρουστσόφ. Γίνονται κάποιες προσπάθειες επαφής με τη Δύση (με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντουάιτ Άιζενχάουερ) με σκοπό τον περιορισμό των εξοπλισμών, χωρίς όμως ουσιαστικά αποτελέσματα.
Το 1955 δημιουργείται το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, μια αμυντική συνθήκη συμμαχίας μεταξύ της ΕΣΣΔ και επτά ανατολικών χωρών, ως αντίπαλο δέος στο ΝΑΤΟ. Τον επόμενο χρόνο ο Χροστσόφ καταδικάζει το σταλινισμό και τις μεθόδους του.
Το 1962 ξεσπά νέα κρίση στις σχέσεις ΗΠΑ-ΕΣΣΔ, που φτάνουν στα πρόθυρα του πολέμου, μετά την εγκατάσταση πυραύλων μέσου και μεγάλου βεληνεκούς σοβιετικής κατασκευής στην Κούβα.
Το 1964 ο Ν. Χρουστσόφ παραιτείται και τον διαδέχεται στη Γενική Γραμματεία του Κόμματος ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ. Τον Αύγουστο του 1968 σοβιετικά στρατεύματα εισβάλλουν στην Τσεχοσλοβακία και ανατρέπουν τον πρωθυπουργό Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ θέτοντας τέρμα στη λεγόμενη "Άνοιξη της Πράγας", μια περίοδο φιλελεύθερης διακυβέρνησης και πνευματικής και πολιτικής ελευθερίας.
Οι σχέσεις με την Κίνα είχαν αρχίσει να χειροτερεύουν από το 1955, η κρίση όμως κορυφώνεται το 1969. Το 1972 υπογράφεται από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ρ. Νίξον και τον Λ. Μπρέζνιεφ και το 1979 από τον Τζίμι Κάρτερ και τον Λ. Μπρέζνιεφ η συνθήκη SALT II με σκοπό τον περιορισμό των εξοπλισμών. Το 1979 ο σοβιετικός στρατός εισβάλλει στο Αφγανιστάν και ξεκινά ανταρτοπόλεμο με τους μουσουλμάνους. Σε αντίποινα οι ΗΠΑ αναστέλλουν την εφαρμογή της συνθήκης SALT II.
Τον Μπρέζνιεφ διαδέχονται στο αξίωμα του Γενικού Γραμματέα του Κόμματος ο Γ. Αντρόποφ (1982-84), ο Π. Τσερνένκο (1984-1985) και ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ (1985-91). Την περίοδο 1985-87 ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ θέτει σε εφαρμογή την πολιτική της περεστρόικα (ανασυγκρότηση) και της γκλάσνοστ (διαφάνεια), με στόχο τη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας, τον εκδημοκρατισμό της χώρας και την απομάκρυνση από τα σταλινικά πρότυπα. Στα πλαίσια της πολιτικής αυτής προωθείται η ανάπτυξη καλών σχέσεων με τις δυτικές χώρες και ανανεώνεται ο διάλογος με τις ΗΠΑ με διαδοχικές συναντήσεις με τον πρόεδρο Ρόναλντ Ρήγκαν. Το 1987 υπογράφεται η Συμφωνία της Ουάσιγκτον που προβλέπει τη μείωση των εξοπλισμών με πυραύλους μέσου βεληνεκούς. Παρά τη θετική υποδοχή που βρήκε η πολιτική της περεστρόικα στο εξωτερικό και τη βελτίωση της εικόνας της, η ρωσική κυβέρνηση αντιμετωπίζει στο εσωτερικό σοβαρά προβλήματα, καθώς τα εθνικιστικά κινήματα στις ομόσπονδες δημοκρατίες κερδίζουν συνεχώς έδαφος.
Το 1989 η ΕΣΣΔ αποσύρει τα στρατεύματά της από το Αφγανιστάν σύμφωνα με τους όρους της Συμφωνίας της Γενεύης (Απρίλιος 1988) και επιχειρεί προσέγγιση με την Κίνα. Παράλληλα εκδηλώνονται αποσχιστικά εθνικά κινήματα στις επαρχίες, ιδίως στις χώρες της Βαλτικής, τον Καύκασο, την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν.
Τον Μάρτιο του 1989 γίνονται οι πρώτες ελεύθερες εκλογές για την ανάδειξη των μελών του Συνεδρίου Λαϊκών Αντιπροσώπων. Τον Μάρτιο του 1990 ο Γκορμπατσόφ προχωρεί σε πολιτικές μεταρρυθμίσεις που προβλέπουν την κατάργηση του Ανώτατου Σοβιέτ, την αντικατάστασή του από Σοβιετικό Κοινοβούλιο και την αποκέντρωση εξουσιών. Ο Γκορμπατσόφ εκλέγεται στην προεδρία της χώρας από την Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ. Τον ίδιο χρόνο με τη Συνθήκη της Μόσχας αναγνωρίζεται η επανένωση της Γερμανίας. Εκδηλώνεται όμως σοβαρή οικονομική κρίση στην προσπάθεια ένταξης στην ελεύθερη αγορά και ένταση στις σχέσεις κεντρικής κυβέρνησης και περιφερειακών κυβερνήσεων των Ομόσπονδων Δημοκρατιών.
Στις προεδρικές εκλογές του 1991 νικητής αναδείχθηκε ο Μπαρίς Γιέλτσιν με ποσοστό 57,3%. Τον Ιούλιο του 1991 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζ. Μπους και ο Μ. Γκορμπατσόφ ανακοινώνουν στο Λονδίνο την υπογραφή της Συνθήκης για τη Μείωση των Όπλων Στρατηγικής (START), με στόχο τη μείωση των οπλοστασίων πυρηνικών πυραύλων.
Το πραξικόπημα που εκδηλώθηκε το 1991 εναντίον του Γκορμπατσόφ αποτυγχάνει με την υποστήριξη του Μπ.Γέλτσιν, αποτέλεσμά της κρίσης όμως ήταν ο τερματισμός της κυριαρχίας του κομουνιστικού καθεστώτος και η αρχή της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης. Τον Αύγουστο του 1991 ο Γκορμπατσόφ παραιτείται από τη Γενική Γραμματεία του Κόμματος. Στις 8 Δεκεμβρίου 1991 οι πρόεδροι της Ρωσίας, Ουκρανίας και Λευκορωσίας υπογράφουν κοινή συμφωνία για τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Από την πρώην Σοβιετική Ένωση δημιουργούνται τα ανεξάρτητα κράτη της Ρωσικής Ομοσπονδίας, της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας, της Γεωργίας, της Εσθονίας, της Λετονίας, της Λιθουανίας, του Καζαχτσάν, του Τουρκμενιστάν, του Ουζμπεκιστάν, του Τατζικιστάν, της Κιργιζίας, του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας, τα οποία συγκροτούν την Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Χωρών (ΚΑΚ), με σκοπό την οικονομική και αμυντική συνεργασία των χωρών αυτών. Δύο μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1992, σε συνάντησή τους ο Τζ. Μπους και ο Μπ. Γιέλτσιν δηλώνουν τις φιλικές προθέσεις των δύο χωρών και συζητούν τη μείωση των πολεμικών εξοπλισμών τους.
Η σημερινή πολιτική κατάσταση
Η Ρωσική Ομοσπονδία (1991 και εξής)
Αμέσως μετά την κατάρρευση του σοσιαλιστικού συστήματος (1991), ο πρόεδρος Γιέλτσιν ανακοίνωσε το 1992 μια σειρά οικονομικών μεταρρυθμίσεων που στόχο είχαν το πέρασμα στην ελεύθερη αγορά, τη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας και την προσέλκυση ξένων επενδυτών. Τον Απρίλιο του 1992 εξασφαλίζει δάνειο ύψους 24 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων. Το 1992 ο Γιέλτσιν διορίζει πρωθυπουργό τον Βίκτορ Τσερνομίρντιν στη θέση του Γιεγκόρ Γκαϊντάρ. Ακολούθησε μία περίοδος κατά την οποία θριάμβευσε η παραοικονομία, ενώ η ανεργία και η εγκληματικότητα αυξήθηκαν αλματωδώς. Η πτώση του πληθωρισμού το 1994 φάνηκε να αναπτερώνει για λίγο τις ελπίδες για ανάκαμψη της οικονομίας.
Τον Ιανουάριο του 1993 υπογράφεται η συνθήκη αφοπλισμού START 2 στο Κρεμλίνο. Τον Απρίλιο του 1993 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον ανακοινώνει πακέτο οικονομικής βοήθειας προς τη Ρωσία αξίας 1,6 δισ. δολ. με στόχο την προώθηση των οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Τον Ιούλιο του 1993 αντίστοιχη βοήθεια 3 δισ. δολ. παραχωρείται από την Ομάδα των Επτά πλουσιότερων χωρών.
Τον Σεπτέμβριο του 1993 εκδηλώνεται αποτυχημένο πραξικόπημα των κομουνιστών μετά τη διάλυση της Βουλής από τον πρόεδρο Γιέλτσιν.
Το 1995 η Ρωσία, μαζί με τη Λευκορωσία, το Καζακστάν και την Κιργισία σχημάτισαν την χαλαρή τελωνειακή Ένωση των Τεσσάρων.
Στο μεταξύ η κατάσταση στην ομοσπονδιακή δημοκρατία της Τσετσενίας, που ήδη από το 1991 είχε ζητήσει να ανεξαρτητοποιηθεί από τη Ρωσική Ομοσπονδία, γίνεται όλο και πιο σοβαρή. Τον Δεκέμβριο του 1994 ρωσικά στρατεύματα εισβάλλουν στην Τσετσενία με σκοπό να καταπνίξουν το κίνημα της ανεξαρτησίας, με αποτέλεσμα χιλιάδες θύματα μεταξύ του άμαχου πληθυσμού. Ανακωχή υπογράφεται το 1996, χωρίς όμως να λύνεται με σαφήνεια το θέμα της ανεξαρτησίας. Τον Ιανουάριο του 1997 οι προεδρικές εκλογές στην Τσετσενία αναδεικνύουν νέο πρόεδρο της Δημοκρατίας που κήρυξε τη συνέχιση του αγώνα για ανεξαρτησία.
Στις 22 Μαρτίου 1998 ο Γιέλτσιν απολύει τον πρωθυπουργό Τσερνομίρντιν "λόγω ανικανότητας" και διορίζει στη θέση του τον Σεργκέι Κιριένκο. Στις 13 Ιουλίου 1998 το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο συμφωνεί στην παραχώρηση δανείου ύψους 22,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων, θέτει όμως ως όρο για την είσπραξή του τη μείωση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού κατά 50%. Στα μέσα Αυγούστου κυκλοφορούν φήμες για υποτίμηση του ρουβλίου και η ρωσική κυβέρνηση αποφασίζει να αναστείλει την πληρωμή του εξωτερικού χρέους και να απελευθερώσει τη διακύμανση της ισοτιμίας του νομίσματος. Στις 18 Αυγούστου το ρούβλι καταποντίζεται στη διεθνή χρηματιστηριακή αγορά. Η οικονομική κρίση που αντιμετώπισε η Ρωσία τον Αύγουστο του 1998 προκάλεσε την απώλεια της τιμής του ρουβλίου κατά 60% έναντι του δολαρίου, την προσωρινή παύση των πληρωμών των εξωτερικών χρεών, την αδυναμία του κράτους να πληρώσει για μήνες τους μισθούς και τις συντάξεις των εργατοϋπαλλήλων, των στρατιωτικών και των συνταξιούχων, την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος και την απόσυρση των κεφαλαίων των ξένων επενδυτών. Το γεγονός αυτό επηρέασε τη διεθνή χρηματομεσιτική αγορά και προκάλεσε παγκόσμια ανησυχία.
Η υποψηφιότητα του Βίκτορ Τσερνομίρντιν για το πρωθυπουργικό αξίωμα που υποβλήθηκε από τον πρόεδρο Γιέλτσιν μετά την απόλυση του πρωθυπουργού Σεργκέι Κιριένκο καταψηφίστηκε στη Δούμα στην πρώτη ψηφοφορία (31 Αυγούστου). Αν ο πρωθυπουργός που θα προταθεί από τον πρόεδρο Γέλτσιν δε συγκεντρώσει την απαιτούμενη πλειοψηφία στη Δούμα και στην τρίτη ψηφοφορία, τότε σύμφωνα με το Σύνταγμα η Δούμα θα διαλυθεί και θα προκηρυχθούν εκλογές. Πολλά από τα κόμματα της Αντιπολίτευσης ωστόσο έχουν δηλώσει την απόφασή τους να καταψηφίσουν την υποψηφιότητα Τσερνομίρντιν και στην τρίτη ψηφοφορία.
Στις 1-2 Σεπτεμβρίου 1998 ο Αμερικανός πρόεδρος Μπιλ Κλίντον επισκέφτηκε τη Μόσχα σε μια προσπάθεια να βρεθεί λύση. Οι ηγέτες των περισσότερων δυτικών χωρών υποσχέθηκαν τη βοήθειά τους με την προϋπόθεση ότι θα αποκλειστεί κάθε ενδεχόμενο επιστροφής στη σοβιετικού τύπου οικονομία. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και οι ηγέτες των εφτά πλουσιότερων χωρών ζητούν από τη Μόσχα να επιμείνει στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις ανεξάρτητα από το κόστος, προκειμένου να προσελκύσει εκ νέου τους ξένους επενδυτές στη Ρωσία, ενώ το ΔΝΤ απείλησε με διακοπή της δεύτερης δόσης του δανείου που συμφωνήθηκε με τη Ρωσία, σε περίπτωση που δεν μπορέσει να κρατήσει υπό έλεγχο το δημοσιονομικό έλλειμμα και τον πληθωρισμό.
Τον Απρίλιο του 1998 οι πρόεδροι της Ρωσίας και του Καζακστάν, Μπόρις Γέλτσιν και Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ, ήρθαν σε συμφωνία για την κατανομή της Κασπίας θάλασσας με βάση "την αρχή της ίσης απόστασης" και συμφώνησαν στη διαίρεση της υφαλοκρηπίδας σε εθνικούς τομείς και την από κοινού εκμετάλλευση των πετρελαϊκών αποθεμάτων, τα οποία υπολογίζονται σε 12-15 δισ. τόνους. Η αρχική αυτή συμφωνία επισφραγίστηκε με την υπογραφή δεύτερου συμφώνου τον Ιούλιο του 1998, καθώς και ενός συμφώνου "αιώνιας φιλίας" μεταξύ των δύο χωρών.
Τον Ιανουάριο του 1999 ο πρόεδρος της Ρωσίας Μπόρις Γέλτσιν και ο πρόεδρος της Λευκορωσίας Αλεξάντερ Λουκασένκο προχώρησαν στην πολιτική ένωση των δύο χωρών. Σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας, οι δύο χώρες χωρίς να ενωθούν σε ενιαίο κράτος ακολουθούν κοινή εξωτερική, οικονομική και αμυντική πολιτική, ενώ προβλέπεται η σύσταση ενός ανώτερου Συμβουλίου και μίας κοινής 36μελούς Εθνοσυνέλευσης.
Η σημερινή πολιτική κατάσταση
Στις εκλογές του Μαΐου του 2000 πρόεδρος της Ρωσίας εκλέχτηκε ο Βλαντιμίρ Πούτιν και πρωθυπουργός ο Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς.
Η Ρωσία καταλαμβάνει μία τεράστια έκταση που εκτείνεται σε δύο ηπείρους, την Ευρώπη και την Ασία και έχει μέγιστο πλάτος πάνω από 10.000 χιλιόμετρα από τα ανατολικά μέχρι τα δυτικά. Έτσι, η μορφολογία του εδάφους της παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία. Σε γενικές γραμμές μπορούμε να διακρίνουμε την επικράτειά της σε πέντε μεγάλες περιοχές: την Ευρωπαϊκή Ρωσία, τα Ουράλια όρη, τη Σιβηρία (Δυτική και Κεντρική), τις Οροσειρές του νότιου και νοτιοανατολικού τμήματος (ή Νότια και Νοτιοανατολική Σιβηρία) και το Βορειοανατολικό τμήμα (ή Βορειοανατολική Σιβηρία).
Η Ευρωπαϊκή Ρωσία περιλαμβάνει τις περιοχές που ανήκουν στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, ανατολικά των Ουραλίων. Πρόκειται για μια μεγάλη πεδινή έκταση με μέσο υψόμετρο 170 μ., ενώ το υψόμετρο δεν ξεπερνάει τα 340 μ. στους λόφους Βαλντάι. Στο βόρειο τμήμα της Ρωσικής Πεδιάδας που βρίσκεται στον Αρκτικό κύκλο το ανάγλυφο είναι πιο έντονο, καλυμμένο με παγετώνες και δάση τούνδρας. Στο κέντρο της Ρωσικής Πεδιάδας βρίσκεται η πρωτεύουσα της χώρας, η Μόσχα. Προχωρώντας προς τα νότια τα εδάφη γίνονται εύφορα και προσφέρονται για την καλλιέργεια πλήθους αγροτικών προϊόντων. Στα ΝΔ βρίσκεται η μεγαλύτερη οροσειρά της Ρωσίας, ο Καύκασος, ο οποίος εκτείνεται ανάμεσα στον Εύξεινο Πόντο και την Κασπία θάλασσα με κατεύθυνση ΒΔ-ΝΑ και έχει μήκος περίπου 1.200 χλμ. και πλάτος 225 χλμ. Η οροσειρά αυτή θεωρείται το παραδοσιακό σύνορο μεταξύ Ευρώπης και Ασίας. Αποτελείται από δύο παράλληλα επιμήκη τμήματα, τον Μικρό και τον Μεγάλο Καύκασο. Η ψηλότερη κορυφή του Καυκάσου είναι το ηφαίστειο Ελμπούρζ (5.642 μ.), πολλές άλλες κορυφές όμως έχουν υψόμετρο πάνω από 4.270 μ., π.χ. τα όρη Σχαρά, το όρος Ντίχταου, το όρος Καζμπέκ (πάνω από 5.000 μ.), το όρος Τέμουλος-Μτα και το όρος Μπάζαρ-Ντγιούζι.
Τα Ουράλια όρη με μέσο ύψος 1.600 μ. και ψηλότερη κορυφή το όρος Ναρόντναγια (1.895 μ.) στα βόρεια και το όρος Γιαμαντάου (1.640 μ.) στα νότια, θεωρούνται το όριο μεταξύ ευρωπαϊκής και ασιατικής Ρωσίας. Η επικοινωνία γίνεται μέσω διαβάσεων, οι περισσότερες από τις οποίες βρίσκονται στο κεντρικό τμήμα της οροσειράς, όπου το υψόμετρο δεν ξεπερνά τα 500 μ. Εκτείνεται με κατεύθυνση Β-Ν σε μήκος 2.000 χλμ. και το βόρειο τμήμα τους ανήκει στον Αρκτικό κύκλο.
Η Σιβηρία εκτείνεται δυτικά των Ουραλίων μέχρι τον ποταμό Λένα. Το μέσο υψόμετρο της περιοχής κυμαίνεται μεταξύ 500-700 μ. Διακρίνεται σε δύο τμήματα, την πεδιάδα της Δυτικής Σιβηρίας και το Οροπέδιο της Κεντρικής Σιβηρίας.
Η πεδιάδα της Δυτικής Σιβηρίας εκτείνεται ανάμεσα στα Ουράλια και τον ποταμό Γενισέι σε μια έκταση πλάτους πάνω από 1.900 χλμ. Το βόρειο τμήμα της ανήκει στη ζώνη της τούνδρας και έχει μέσο υψόμετρο 140 μ., ενώ στα νότια φτάνει τα 200 μ.
Το Κεντρικό Σιβηρικό οροπέδιο εκτείνεται μεταξύ των ποταμών Γενισέι και Λένα και έχει μέσο υψόμετρο 450-900 μ. Στο βόρειο τμήμα του βρίσκονται τα όρη Μπιράνγκα (μέσο ύψος 550 μ., ανώτατο 1.140 μ.), Σεβέρναγια Ζεμλιά και Πουτοράν (1.691 μ.), καθώς και το βαθύπεδο της βόρειας Σιβηρίας (50-70 μ.).
Η Νότια και Νοτιοανατολική Σιβηρία είναι μια εξαιρετικά ορεινή και δύσβατη περιοχή. Εδώ βρίσκονται τα Αλτάια όρη με ψηλότερη κορυφή το όρος Μπελούχα (4.506 μ.), τα οποία εκτείνονται με κατεύθυνση κατά μήκος των νότιων συνόρων της χώρας. Τα Δυτικά Σαγιάν (3.130 μ.), τα Ανατολικά Σαγιάν (3.027 μ.) και τα όρη Σαλαΐρ και Κουζνιέτς-Αλάου αποτελούν την προέκτασή τους προς ανατολάς. Ανάμεσα στα Ανατολικά Σαγιάν και την οροσειρά Γιαμπλονόβι βρίσκεται η λίμνη Βαϊκάλη. Στη νότια Σιβηρία βρίσκονται ακόμα οι οροσειρές Τανού-Ολά κατά μήκος των μογγολικών συνόρων. Στα νοτιοανατολικά της χώρας ή Νοτιοανατολική Σιβηρία υψώνεται η οροσειρά Μπαντζάλσκι (2.624 μ.) και η οροσειρά Σιχότε Αλίν (2.065 μ.) που εκτείνεται κατά μήκος των νοτιοανατολικών ακτών του Ειρηνικού με κατεύθυνση Β-Ν, απέναντι από τη νήσο Σαχαλίνη.
Η Βορειοανατολική Σιβηρία εκτείνεται μεταξύ του ποταμού Λένα και της οροσειράς Κολιμά. Περιλαμβάνει τις οροσειρές Τσέρσκι (3.128 μ.), Σαρίτσεφ, Σουντάρ-Χαγιάτα, Τζουγκτζούρ (1.895 μ.), Κολιμά (2.300-3.200 μ.), Βερχογιάνσκ (2.375) και Στανοβόι (2.397 μ.). Στα νότια της οροσειράς Βερχογιάνσκ βρίσκεται η Λεκάνη του Γιακούτσκ. Στη Βορειοανατολική Σιβηρία υπάρχουν πολλά ενεργά ηφαίστεια, οι εκρήξεις των οποίων είναι συνέπεια της έντονης σεισμικής δραστηριότητας που παρατηρείται στην περιοχή. Στο βορειοανατολικό άκρο της χώρας σχηματίζεται η χερσόνησος Καμτσάτκα, όπου υψώνονται τα όρη Κοριάκ (2.546 μ.) και τα όρη Σρέντινι με μέσο υψόμετρο 3.600 μ. και ψηλότερη κορυφή το όρος Κλιουτσέφσκαγια (4.722 μ.).
Οι κλιματικές συνθήκες μεταβάλλονται ανάλογα με το γεωγραφικό μήκος και πλάτος, την απόσταση από τη θάλασσα, τη γεωμορφολογία και τους ανέμους.
Στην Ευρωπαϊκή Ρωσία επικρατεί κλίμα ήπιο ηπειρωτικό. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι οι μέσες θερμοκρασίες Ιανουαρίου και Ιουλίου στη Μόσχα είναι αντίστοιχα -9°C και 19°C και στην Αγία Πετρούπολη -8°C και 18°C. Στις ίδιες πόλεις το ύψος των βροχοπτώσεων είναι 530 mm και 488 mm αντίστοιχα.
Στις δυτικές πλαγιές των Ουραλίων οι βροχοπτώσεις ξεπερνούν τα 1.000 mm το χρόνο, ενώ στις ανατολικές πλαγιές είναι λιγότερες από 500 mm ετησίως.
Το κλίμα της Σιβηρίας καθορίζεται από τη γεωμορφολογία της περιοχής: οι νότιες και νοτιοανατολικές οροσειρές δεν επιτρέπουν στους θερμούς ανέμους που πνέουν από την Ασία να φτάσουν στο εσωτερικό, ενώ αντίθετα το χαμηλό υψόμετρο στα βόρεια και δυτικά παράλια επιτρέπει στους ψυχρούς ανέμους που έρχονται από τον Αρκτικό να φτάσουν στην ενδοχώρα. Αποτέλεσμα είναι το κλίμα να είναι ιδιαίτερα ψυχρό, με πολύ χαμηλές θερμοκρασίες και χιονοπτώσεις, τουλάχιστον για δέκα μήνες το χρόνο. Στη Δυτική Σιβηρική Πεδιάδα το κλίμα είναι ηπειρωτικό με μεγάλους σε διάρκεια ψυχρούς χειμώνες. Οι βροχοπτώσεις κυμαίνονται μεταξύ 225-450 mm και οι μέσες θερμοκρασίες Ιανουαρίου και Ιουλίου κυμαίνονται ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος μεταξύ -28°C με -16°C και από 3°C μέχρι 23°C αντίστοιχα. Στο Κεντρικό Σιβηρικό οροπέδιο επικρατεί ηπειρωτικό κλίμα με μέση θερμοκρασία Ιανουαρίου και Ιουλίου -44°C και 20°C αντίστοιχα. Οι βροχοπτώσεις κυμαίνονται μεταξύ 200-500mm. Στη Βορειοανατολική Σιβηρία το κλίμα είναι ηπειρωτικό με πολύ ψυχρούς χειμώνες. Οι θερμοκρασίες Ιανουαρίου και Ιουλίου είναι αντίστοιχα περ. -65°C και 17°C. Η κατώτατη θερμοκρασία που σημειώθηκε ποτέ στη χώρα έχει καταγραφεί στην οροσειρά Βερχογιάνσκ, η οποία βρίσκεται ακριβώς πάνω στη νοητή γραμμή του Αρκτικού κύκλου, -69°C. Στη λεκάνη του Γιακούτσκ το κλίμα είναι ηπειρωτικό με χαμηλότερη καταγραμμένη θερμοκρασία τους -60°C και βροχοπτώσεις που δεν ξεπερνούν τα 400 mm.
Χλωρίδα-πανίδα
Ο πληθυσμός της Ρωσίας είναι 144.978.573 κάτοικοι (εκτίμηση 2002). Η πυκνότητα του πληθυσμού είναι 9 κάτοικοι/τ.χλμ, στην πραγματικότητα όμως το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είναι συγκεντρωμένο στον ευρωπαϊκό χώρο, καθώς οι αντίξοες κλιματικές συνθήκες στη Σιβηρία δε διευκολύνουν τη διαβίωση. Το 73,2% περίπου του πληθυσμού κατοικεί στα αστικά κέντρα και το υπόλοιπο 26,8% είναι αγροτικός πληθυσμός. Η ηλικιακή κατανομή έχει ως εξής: το 16,7% του πληθυσμού είναι κάτω των 15 ετών, το 70,2% ανήκει στην ηλικιακή ομάδα μεταξύ 15-64 ετών και το 13,1% είναι πάνω από 65 ετών. Το 2002 ο προσδοκώμενος χρόνος ζωής για τους κατοίκους της Ρωσίας ήταν 62,29 χρόνια για τους άνδρες και 72,97 χρόνια για τις γυναίκες. Ο δείκτης της ετήσιας γεννητικότητας βρίσκεται στο 0,97% και ο δείκτης της ετήσιας θνησιμότητας είναι 1,39%, ενώ το ποσοστό της βρεφικής θνησιμότητας το 2002 ήταν 1,97%. Η ετήσια πληθυσμιακή αύξηση το έτος 2002 ήταν -0,33%.
Ένα τεράστιο δίκτυο εξυπηρετεί τις ανάγκες για επικοινωνία με τις πιο απομακρυσμένες περιοχές της χώρας και τις μεταφορές των εμπορευμάτων και ιδίως των ορυκτών από τη Δυτική και Βορειοανατολική Σιβηρία στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα. Μέσω του σιδηροδρομικού δικτύου, το μήκος του οποίου είναι 87,157 χλμ., εξυπηρετούνται το 90% των μεταφορών εμπορευμάτων και το 50% των μετακινήσεων επιβατών. Ιδιαίτερα ο Υπερσιβηρικός Σιδηρόδρομος, που λειτουργεί από το 1916, τεχνικό θαύμα της εποχής του, με συνολικό μήκος 9.311 χλμ., συνδέει μέσω Σιβηρίας την Ευρωπαϊκή Ρωσία με τις ακτές του Ειρηνικού. Το μήκος του οδικού δικτύου είναι 952.000 χλμ., μεγάλο μέρος του όμως (πάνω από το 1/3) δε βρίσκεται σε καλή κατάσταση. Η χώρα διαθέτει 58 αεροδρόμια, από τα οποία εξυπηρετούνται προγραμματισμένες πτήσεις εσωτερικού και εξωτερικού. Επίσημος αερομεταφορέας είναι η κρατική εταιρεία Αεροφλότ (Aeroflot). Σημαντικά λιμάνια είναι το Γιαροσλάβ στον Ειρηνικό ωκεανό, το Τβερ, το Νίζνι Νόβγκοροντ, το Καζάν, το Αστραχάν, το Βόλγκογκραντ, η Σαμάρα και το Τσεμπόκσαρι στον ποταμό Βόλγα, το Όρελ στον ποταμό Όκα, το Ροστόβ στον ποταμό Δον, το Νοβοσιμπίρσκ στον ποταμό Όμπ, ο Αρχάγγελος και το Μουρμάνσκ στον Ατλαντικό ωκεανό, το Καλίνινγκραντ και η Αγία Πετρούπολη στη Βαλτική, το Νοβοροσίσκ στη Μαύρη θάλασσα κ.ά. Τα άφθονα ποτάμια της Ρωσίας χάρη στην ομαλή ροή τους προσφέρονται για ναυσιπλοΐα. Το υδάτινο δίκτυο των ποτάμιων συγκοινωνιών έχει μήκος πάνω από 95.900 χλμ. Το πλωτό σύστημα του Βόλγα, που συνδέεται με την Αζοφική, τη Βαλτική και τη Μαύρη θάλασσα και τον ποταμό Δον, εξυπηρετεί το 50% των ποτάμιων μεταφορών.
Όσον αφορά τον τομέα των επικοινωνιών, υπάρχουν 61,5 εκατ. ραδιόφωνα, 30 εκατ. τηλεφωνικές συσκευές και 60,5 εκατ. τηλεοράσεις. Κυκλοφορούν πάνω από 5.000 ημερήσιες εφημερίδες, με ημερήσια κυκλοφορία 386 φύλλα ανά 1.000 κατοίκους, και πάνω από 4.000 περιοδικά. Κατά τη σοβιετική περίοδο ίσχυε αυστηρό καθεστώς λογοκρισίας στα μέσα επικοινωνίας και ενημέρωσης.
Πληροφορίες
Αγία Πετρούπολη +1 ώρα
Βλαδιβοστόκ +7 ώρες
Γιακούτσκ +6 ώρες
Λίμνη Μπαϊκάλ +5 ώρες
Μόσχα +1 ώρα
Νοβοσιμπίρσκ +4 ώρες
Ουράλια +2 ώρες
Πετροπαβλόσκ Καμτσάτς +9 ώρες
Ρούβλι (RUB)
Voltage: 220 V
Frequency: 50 Hz
Power sockets: type C / F