fb

Πληροφορίες για: Λιθουανία

Περιγραφή

Ανεξάρτητο κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης. Είναι η νοτιότερη από τις τρεις Βαλτικές χώρες και μέχρι το 1991 αποτελούσε μία από τις 15 ομόσπονδες σοσιαλιστικές δημοκρατίες της πρώην ΕΣΣΔ. Συνορεύει βόρεια με τη Λετονία, ανατολικά και νότια με τη Λευκορωσία, νοτιοδυτικά με την Πολωνία και τη ρωσική επαρχία Καλίνινγκραντ, ενώ δυτικά βρέχεται από τη Βαλτική θάλασσα.
Η Λιθουανία έχει συνολική έκταση 65.200 τ. χλμ. και κατέχει την 122η παγκόσμια θέση. Είναι η μεγαλύτερη σε έκταση από τις δύο άλλες Βαλτικές χώρες (Λετονία, Εσθονία) και καταλαμβάνει το 0,67% του ευρωπαϊκού εδάφους. Συγκριτικά με άλλες χώρες η έκταση της Λιθουανίας είναι διπλάσια από αυτήν του Βελγίου και αντίστοιχη με το μισό της έκτασης της Νικαράγουα.
Σύμφωνα με στοιχεία του 2002 ο πληθυσμός της χώρας ανέρχεται σε 3.601.138 κατοίκους. Η Λιθουανία ως προς τον πληθυσμό κατέχει την 117η θέση στον κόσμο και την 27η στη Ευρώπη. Σε σχέση με την έκταση ο πληθυσμός της χώρας δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος, με αποτέλεσμα η Λιθουανία να συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο αραιοκατοικημένων χωρών της Ευρώπης. Το 2002 η πυκνότητα πληθυσμού έφτανε τους 55,23 κατοίκους ανά τ. χλμ.

Μέχρι τον 20ό αιώνα
Έχουν ανακαλυφθεί αρκετά στοιχεία που πιστοποιούν ότι η περιοχή της σημερινής Λιθουανίας κατοικήθηκε από τη Λίθινη ακόμη εποχή. Στη διάρκεια του 5ου αι. μ.Χ. βαλτικά και σλαβικά φύλα που κατοικούσαν στην περιοχή κινήθηκαν βορειότερα για να αντιμετωπίσουν τις επιδρομές των Σκανδιναβών, ενώ κατά τον 9ο και 10ο αι. στράφηκαν ανατολικά και κυρίευσαν τις ρωσικές πόλεις Πολτότσκ, Μινσκ και Γκρόντνο. Στη διάρκεια του 13ου αι. τα σλαβικά φύλα της Λίτβα (Λιθουανίας), ανάμεσα στα οποία ξεχώριζαν οι Λατβίγκοι, απέκρουσαν τις γερμανικές επιθέσεις από τα δυτικά και με ηγέτη το βασιλιά Μιντάουγκας, απώθησαν τις δυνάμεις των Τευτόνων Ιπποτών στα νοτιοδυτικά και τους Ιππότες του Πορτ-Γκλάιβ στα βόρεια και συγκρότησαν ένα ισχυρό κράτος, γνωστό ως δουκάτο. Τα επόμενα χρόνια συγκροτήθηκε ένα ισχυρό λιθουανικό κράτος, το οποίο εξελίχθηκε σε μια από τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 14ου αι. το λιθουανικό κράτος εκχριστιανίστηκε και γνώρισε μεγάλη ακμή μέχρι το 1385, όταν ο δούκας Γιαγκέλον, βασιλιάς της Πολωνίας, προχώρησε στην πολιτική ένωση Λιθουανίας - Πολωνίας. Κάτω από τον επικυριαρχικό έλεγχο της Πολωνίας, το λιθουανικό κράτος απώλεσε κάθε στοιχείο εθνικής κυριαρχίας και σταδιακά οι κάτοικοί του προσχώρησαν στο ρωμαιοκαθολικισμό. Στη διάρκεια του 15ου αι. το μέγα δουκάτο επεκτάθηκε σε εδάφη της Ρωσίας και της Ουκρανίας και έφτασε ως τη Μαύρη θάλασσα, αναχαιτίστηκε όμως στα νότια από τους Τούρκους. Το 1569 η Ένωση του Λούμπλιν συγχώνευσε τη Λιθουανία και την Πολωνία σε ένα κράτος, διατήρησε όμως τη φυσιογνωμία του μεγάλου δουκάτου σε αρκετές κτήσεις. Το 1795, κατά τον τρίτο διαμελισμό της Πολωνίας, η Λιθουανία περιήλθε στη Ρωσία, με εξαίρεση την περιοχή Μπιαλιστόκ, η οποία αποδόθηκε αρχικά στην Πρωσία και το 1807 τελικά στη Ρωσία. Ακολούθησε μια εθνική και γλωσσική αναγέννηση της Λιθουανίας, η οποία συνοδεύτηκε και από την αποβολή αρκετών πολωνικών στοιχείων.

Ο 20ός αιώνας
Το 1915 η χώρα καταλήφθηκε από τα γερμανικά στρατεύματα, το 1918 όμως απελευθερώθηκε και ανακηρύχτηκε σε δημοκρατία. Τον Ιούλιο του 1920 αναγνωρίστηκε από την πρώην ΕΣΣΔ, η οποία της παραχώρησε τη Βίλνα, η έλλειψη όμως αναγνωρισμένων συνόρων οδήγησε σε σύγκρουση με την Πολωνία, με αποτέλεσμα η τελευταία στις 9 Οκτωβρίου 1920 να καταλάβει σχεδόν το 1/3 της Λιθουανίας. Τον Ιανουάριο του 1923 η Λιθουανία, έχοντας την υποστήριξη της Γαλλίας, κατέλαβε τα γερμανικά εδάφη του Μέμελ. Στο εσωτερικό της χώρας, στις 17 Δεκεμβρίου 1926, εκδηλώθηκε πραξικόπημα από τον Αουγκουστίνας Βολντεμάρας, τον οποίο ανέτρεψε το 1929 ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Αντάνας Σμετόνα. Το 1939, ύστερα από τη συντριβή της Πολωνίας από τη Γερμανία, η πρώην ΕΣΣΔ έδωσε στη Λιθουανία τα εδάφη που της είχαν αφαιρεθεί από την Πολωνία (περιοχή Βίλνιους). Για την παραχώρηση αυτή η Λιθουανία αναγκάστηκε να δεχτεί την εγκατάσταση σοβιετικών στρατιωτικών βάσεων στο έδαφός της. Στις 21 Ιουλίου 1940 η χώρα καταλήφθηκε από σοβιετικές δυνάμεις και στις 3 Αυγούστου ενσωματώθηκε στην πρώην ΕΣΣΔ, αποτελώντας δημοκρατία της. Παρέμεινε υπό γερμανική κατοχή το διάστημα 1941-1944 και τον Αύγουστο του 1944 επανεντάχθηκε στην πρώην ΕΣΣΔ. Η άνοδος και η επικράτηση του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στη σοβιετική ηγεσία το 1985 δημιούργησε ευνοϊκές συνθήκες για την αναζωπύρωση των εθνικιστικών κινημάτων ανεξαρτησίας στις Βαλτικές δημοκρατίες. Στις 11 Μαρτίου 1991 η Λιθουανία ανακήρυξε την ανεξαρτησία της, ύστερα όμως από την αποκλεισμό της από τη Μόσχα πάγωσε τη διακήρυξη. Ωστόσο, έπειτα από την κατακραυγή που προκάλεσε η αιματηρή επέμβαση του σοβιετικού στρατού στη Βίλνα αλλά και η απόπειρα πραξικοπήματος στη Μόσχα τον Αύγουστο του 1991, το Σοβιετικό Κρατικό Συμβούλιο αναγνώρισε επίσημα την ανεξαρτησία της Λιθουανίας στις 6 Σεπτεμβρίου 1991.

Η σημερινή πολιτική κατάσταση
Η οικονομική κρίση και οι κοινωνικές τριβές που δημιουργήθηκαν αμέσως μετά την απόσχιση της χώρας από την πρώην ΕΣΣΔ, ενίσχυσαν τη θέση των πρώην κομουνιστών, με αποτέλεσμα το Δημοκρατικό Εργατικό Κόμμα της Λιθουανίας (DLP) με επικεφαλής τον πρώην ηγέτη του Κομουνιστικού κόμματος, Άλγκιρντας Μπραζάουσκας, να καταλάβει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στις κοινοβουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν το 1992. Στις προεδρικές εκλογές του 1993 νικητής αναδείχτηκε και πάλι ο Μπραζάουσκας, ο οποίος διόρισε πρωθυπουργό της χώρας τον Αντόλφας Σλεζεβίσιους (στις 10 Μαρτίου 1993). Παρά την επικράτηση των πρώην κομουνιστών, η δημόσια ζωή της χώρας έχει προσαρμοστεί στα δημοκρατικά - κοινοβουλευτικά πλαίσια, ενώ η ανεξαρτησία και οι δομές της ελεύθερης οικονομίας δεν αμφισβητούνται από την κυβέρνηση. Στις 31 Αυγούστου 1993 οι τελευταίες ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις εγκατέλειψαν το έδαφος της Λιθουανίας, ενώ τον ίδιο χρόνο η χώρα έγινε μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης. Στις 8 Δεκεμβρίου 1995 η Λιθουανία αιτήθηκε την είσοδό της στην Ε.Ε., ενώ στις εκλογές του 1996 η Πατριωτική Ένωση, το συντηρητικό κόμμα που ιδρύθηκε από τους εθνικιστές το 1993, διαδέχτηκε στην εξουσία το Δημοκρατικό Εργατικό Κόμμα. Από τις 26 Φεβρουαρίου 2003 πρόεδρος της χώρας είναι ο Ρολάντας Πάκσας, ενώ πρωθυπουργός ο Μπραζάουσκας. Το πρώτο εξάμηνο του 2003, επί ελληνικής προεδρίας της Ε.Ε., η Λιθουανία εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Μορφολογία εδάφους
Το σημερινό ανάγλυφο της χώρας είναι αποτέλεσμα της δράσης των παγετώνων, οι οποίοι στη διάρκεια του Τεταρτογενούς κάλυπταν την περιοχή. Το βάρος των παγετώνων συνέτριψε τα υπερκείμενα πετρώματα, ενώ τα πιο μαλακά από αυτά παρασύρθηκαν κατά την αργή κίνηση των πάγων και αποτέθηκαν σε άλλες θέσεις, σχηματίζοντας σωρούς λίθων, οι οποίοι είναι γνωστοί με την ονομασία μοραίνες. Η διάβρωση του εδάφους συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια από τα νερά που προήλθαν από την τήξη των πάγων και τον άνεμο, ο οποίος κάλυψε μεγάλες εκτάσεις με το λεπτό χωμάτινο υλικό της διάβρωσης, γνωστό ως "λες". Όλες αυτές οι διεργασίες διάρκεσαν εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια και είχαν ως αποτέλεσμα το ανάγλυφο της χώρας να είναι σήμερα στο μεγαλύτερο μέρος του πεδινό και χαμηλού γενικά υψομέτρου. Περιλαμβάνει μια χαμηλή πεδιάδα στα ανατολικά, ενώ στα νοτιοανατολικά εκτείνεται η πεδιάδα Ζιεζμάριαϊ, η οποία σχηματίστηκε από παλιούς παγετώνες που στη φάση της απόσυρσής τους εναπόθεσαν άμμο και χάλικες δημιουργώντας μοραινικές ορεινές ράχες χαμηλού ύψους. Το ανάγλυφο παρουσιάζει γενικά μια μικρή κλίση από τα ανατολικά προς τα δυτικά και ουσιαστικά δε σχηματίζει βουνά παρά μόνο χαμηλούς κυματοειδείς λόφους. Στο δυτικό τμήμα της χώρας υψώνεται ο λόφος Γιουζαπίνε, ο οποίος φτάνει τα 288 μ. και αποτελεί το ψηλότερο σημείο της χώρας.
 

Υδρογραφία
Λόγω του πεδινού εδάφους οι ποταμοί της χώρας έχουν γενικά αργή ροή και σχηματίζουν ένα εκτεταμένο υδάτινο δίκτυο, το οποίο καλύπτει κυρίως το κεντρικό τμήμα της χώρας. Μεγαλύτερος από όλους είναι ο Νιέμεν (878 χλμ. συνολικό μήκος). Πηγάζει από το ύψωμα Ντζερζίνσκι της Λευκορωσίας και αρχικά ακολουθεί δυτική κατεύθυνση. Μετά την πόλη Γκρόντνο στρέφεται βόρεια και εισχωρεί στο έδαφος της Λιθουανίας. Το πλάτος του σταδιακά αυξάνει στα 550 μ. και γίνεται πλωτός μέχρι την πόλη Κάουνας, όπου σχηματίζει τεχνητή λίμνη. Στη συνέχεια ρέει δυτικά και για αρκετά χιλιόμετρα αποτελεί το φυσικό σύνορο της Λιθουανίας με τη ρωσική επαρχία Καλίνινγκραντ. Εκβάλλει στη Βαλτική θάλασσα, σχηματίζοντας μεγάλο δέλτα. Σημαντικοί παραπόταμοί του είναι ο Νέρις και ο Ντουμπίσα. Άλλοι μικρότεροι ποταμοί που διαρρέουν τη χώρα είναι οι Γιούρα, Βέντα, Μούσα, Σβεντόνι και Βιλίγια.
Στη Λιθουανία υπάρχουν διάσπαρτες πολλές μικρές λίμνες και έλη, οι περισσότερες από τις οποίες οφείλουν τη δημιουργία τους στη δράση των παγετώνων και εντοπίζονται κυρίως στο ανατολικό και δυτικό τμήμα της χώρας. Κυριότερες είναι οι Σιρίγιο, Ντούζιος, Μετέλιο και Ομπέλιγιος στα νοτιοανατολικά, Γκάλβες κοντά στην πόλη Βίλνα και Μπαλτούγιου, Στίμιους, Λουόντζιο και Σάρτου στα ανατολικά.
 

Ακτογραφία
Οι ακτές της χώρας στη Βαλτική είναι χαμηλές και έχουν αξιόλογο διαμελισμό. Η χερσόνησος Νερίνγκα σχηματίζει τον κόλπο Κουρσχσκίι, ένα τμήμα του οποίου ανήκει στη Λιθουανία και το υπόλοιπο στη ρωσική επαρχία Καλίνινγκραντ.

Το κλίμα της χώρας είναι γενικά ηπειρωτικό, στα δυτικά όμως υφίσταται την επίδραση των ευεργετικών θαλάσσιων ανέμων. Οι μέσες ετήσιες θερμομετρικές μεταβολές ξεπερνούν τους 20°C. Η μέση θερμοκρασία τον Ιανουαρίου (ψυχρότερος μήνας) κυμαίνεται από -3°C έως -6°C, ενώ τον Ιούλιο οι μέσες θερμοκρασίες είναι αρκετά υψηλότερες (17,5°C). Στο δυτικό τμήμα της χώρας τα καλοκαίρια είναι δροσερά και οι χειμώνες ήπιοι, ενώ στις ανατολικές περιοχές τα καιρικά φαινόμενα είναι πιο έντονα. Το μέσο ετήσιο ύψος βροχής κυμαίνεται από 600 χιλιοστά στις κεντρικές περιοχές έως 850 χιλιοστά στις ακτές της Βαλτικής.

Από δημογραφική άποψη ο πληθυσμός της χώρας εμφανίζει μια αρκετά ισορροπημένη εικόνα, με τα ποσοστά γεννητικότητας και θνησιμότητας να κυμαίνονται περίπου στα ίδια επίπεδα. Συγκεκριμένα, το 2002 τα ποσοστά γεννητικότητας και θνησιμότητας κυμαίνονταν στο 1,02% και 1,29% αντίστοιχα, καθιστώντας αρνητικό το ποσοστό της μέσης ετήσιας φυσικής αύξησης (-0,25%). Με βάση τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με στατιστικές μελέτες, ο πληθυσμός της χώρας δεν αναμένεται να μεταβληθεί σημαντικά τα επόμενα είκοσι χρόνια. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του πληθυσμού της Λιθουανίας, όπως και των περισσότερων δυτικών χωρών, είναι τα ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά ενηλίκων και ηλικιωμένων, τα οποία αυξάνονται συνεχώς λόγω των βελτιωμένων συνθηκών διαβίωσης και την αύξηση του μέσου όρου ζωής και οδηγούν στο φαινόμενο της πληθυσμιακής γήρανσης. Ειδικότερα, το 2002, η ηλικιακή σύνθεση του πληθυσμού εμφάνιζε την ακόλουθη εικόνα: το μεγαλύτερο μέρος του (68%) αποτελούνταν από άτομα 15 έως 64 ετών, το 18,2% από παιδιά έως 14 ετών, ενώ το ποσοστό των ηλικιωμένων άνω των 65 ετών ήταν ιδιαίτερα μεγάλο και έφτανε το 13,8%. Το 2002 το ποσοστό βρεφικής θνησιμότητας ήταν αρκετά χαμηλό (1,43%), ενώ την ίδια χρονιά ο μέσος όρος ζωής έφτανε τα 69,42 χρόνια, με τις γυναίκες όμως να ζουν σημαντικά περισσότερο από τους άνδρες (75,6 χρόνια οι γυναίκες, 63,54 χρόνια οι άνδρες). Όσον αφορά την κατανομή του πληθυσμού, η πλειονότητα των κατοίκων (67,8%) ζει στα αστικά κέντρα και μόλις το 32,2% στις αγροτικές περιοχές.

Το οδικό δίκτυο της χώρας, συνολικού μήκους 44. 000 χλμ. (το 2001), βρίσκεται γενικά σε καλή κατάσταση και κατά το μεγαλύτερο μέρος του είναι ασφαλτοστρωμένο. Το 2001 το μήκος του σιδηροδρομικού δικτύου έφτανε τα 1.998 χλμ. Η πρωτεύουσα Βίλνα συνδέεται σιδηροδρομικά με αρκετές πόλεις της χώρας, καθώς επίσης και με τη Βαρσοβία της Πολωνίας και το Βερολίνο της Γερμανίας. Λειτουργούν τρία αεροδρόμια με προγραμματισμένες πτήσεις, μεγαλύτερο από τα οποία είναι το διεθνές αεροδρόμιο της πρωτεύουσας. Οι Λιθουανικές Αερογραμμές συνδέουν τις κυριότερες πόλεις της χώρας με την πρωτεύουσα και εκτελούν πτήσεις σε αρκετούς ευρωπαϊκούς προορισμούς. Μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι είναι η Κλαϊπέντα στις ακτές της Βαλτικής. Το 2002 ο εμπορικός στόλος της χώρας αριθμούσε 47 πλοία.
Το τηλεπικοινωνιακό δίκτυο είναι αρκετά προηγμένο και καλύπτει ολόκληρη τη χώρα. Το 2001 στη χώρα εξέπεμπαν 172 ραδιοφωνικοί σταθμοί (29 στα μεσαία κύματα, 142 στα FM και 1 στα βραχέα) και 27 τηλεοπτικοί. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 αναλογούσαν μία τηλεόραση σε 2,1 άτομα, ένα ραδιόφωνο σε 1,9 άτομα και ένα τηλέφωνο σε 3,15 άτομα. Υπάρχουν τρεις εφημερίδες που ελέγχονται από την κυβέρνηση και εκδίδονται αντίστοιχα στα λιθουανικά, ρωσικά και πολωνικά. Μεγάλος είναι και ο αριθμός των εντύπων τα οποία ανήκουν σε ιδιώτες.