fb

Πληροφορίες για: Καναδάς

Περιγραφή

Ο Καναδάς είναι χώρα της Βόρειας Αμερικής, η δεύτερη μεγαλύτερη σε έκταση χώρα της γης. Βρέχεται ανατολικά από τον Ατλαντικό Ωκεανό και δυτικά από τον Ειρηνικό Ωκεανό. Νοτίως συνορεύει με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Βορειοδυτικά συνορεύει με την Αλάσκα των Ηνωμένων Πολιτειών και εκτείνεται στον Αρκτικό Ωκεανό μέχρι τον Βόρειο Πόλο. Ως πρώην αποικία της Μεγάλης Βρετανίας, είναι μέλος της Κοινοπολιτείας των Εθνών και τυπικώς κεφαλή της χώρας είναι η βασίλισσα Ελισάβετ Β΄ του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο Καναδάς εχει αναδειχθεί ως μια από τις πιο ειρηνικές, ανεπτυγμένες και πολυπολιτισμικές χώρες στον κόσμο.
Πρωτεύουσα του Καναδά είναι η Οττάβα. Εκεί έχουν την έδρα τους η Βουλή του Καναδά, το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, τα Υπουργεία καθώς και σχεδόν όλες οι καναδικές κυβερνητικές υπηρεσίες. Ο Καναδάς είναι ουσιαστικά δημιούργημα Άγγλων και Γάλλων αποίκων που δεν θέλησαν να ακολουθήσουν την Αμερικανική Επανάσταση κατά του βρετανικού στέμματος. Εν αντιθέσει με τις ΗΠΑ, η ιστορία του Καναδά χαρακτηρίζεται από διαπραγματεύσεις, συνθήκες και συμβιβασμούς, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και βίαια επεισόδια στην καναδική ιστορία. Σήμερα ο Καναδάς είναι μία ανεπτυγμένη ομοσπονδιακή χώρα που αποτελείται από δέκα επαρχίες και τρία «εδάφη» (επικράτειες ή περιφέρειες) υπό ομοσπονδιακό έλεγχο. Επισήμως, κεφαλή του Καναδά είναι ο εκάστοτε βασιλέας της Βρετανίας, τον οποίο αντιπροσωπεύει ο Γενικός Κυβερνήτης του Καναδά. Ουσιαστικά, την εξουσία στον Καναδά την έχει ο πρωθυπουργός της χώρας και η Καναδική Βουλή (αγγλ. Parliament of Canada, γαλλ. Parlement du Canada), η οποία αποτελείται από δύο σώματα: το Κοινοβούλιο (αγγλ. The House of Commons, γαλλ. la Chambre des communes) και την Γερουσία (αγγλ. The Senate, γαλλ. le Sénat). Τα 308 μέλη του Κοινοβουλίου εκλέγονται με απευθείας ψηφοφορία ανά τέσσερα με πέντε χρόνια, και ο κάθε βουλευτής αντιπροσωπεύει μία περιφέρεια και μόνο (μονοεδρικό σύστημα). Τα 105 μέλη της Γερουσίας είναι ισόβια και διορίζονται από τον Γενικό Κυβερνήτη του Καναδά, κατόπιν υποδείξεως του πρωθυπουργού. Το Κοινοβούλιο έχει νομοθετική εξουσία και η Γερουσία ελέγχει και επικυρώνει τους νόμους. Ο Γενικός Κυβερνήτης του Καναδά διορίζεται από τον καναδό πρωθυπουργό για θητεία τεσσάρων ετών. Εξαιτίας του μεγάλου αριθμού νέων μεταναστών που δέχεται κάθε χρόνο, ο Καναδάς αυτοχαρακτηρίζεται ως «πολυπολιτισμική κοινωνία». Τα αγγλικά και τα γαλλικά είναι οι δύο επισήμως αναγνωρισμένες γλώσσες της χώρας. Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα της επαρχίας του Κεμπέκ, ενώ τα αγγλικά είναι η επίσημη γλώσσα σχεδόν όλου του υπόλοιπου Καναδά. Η επαρχία του Νιου Μπράνσγουικ είναι επισήμως δίγλωσση (αγγλικά και γαλλικά). Στα Βορειοδυτικά Εδάφη και στο Νούναβουτ επίσημες γλώσσες είναι τα αγγλικά και ορισμένες αυτόχθονες γλώσσες, όπως τα ινούκτικουτ που μιλούν οι αυτόχθονες Ινουίτ. Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού ήταν σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2013 τα 81,57 χρόνια (78,98 χρόνια οι άνδρες και 84,31 οι γυναίκες).

Το όνομα της χώρας
Η ονομασία της χώρας προέρχεται , κατά πάσα πιθανότητα, από την λέξη των αυτοχθόνων Ινδιάνων Χιούρον-Ιροκουά «kanata», που σημαίνει «χωριό» ή «καταυλισμός». Το 1535 , ο γάλλος εξερευνητής Ζακ Καρτιέ εξέλαβε λανθασμένα την λέξη «kanata» ως τοπωνύμιο της περιοχής γύρω από την σημερινή Πόλη του Κεμπέκ και στους πρώτους χάρτες του σημείωσε με την ονομασία «Rivière du Canada» τον ποταμό Άγιο Λαυρέντιο. Κατά μία άλλη εκδοχή, λιγότερο πιθανή, η ονομασία Καναδάς προέρχεται από τα ισπανικά, μιας και οι ισπανοί χαρτογράφοι σημείωναν την περιοχή που δεν είχαν εξερευνήσει βορείως του Κόλπου του Μεξικού με τις λέξεις «acà nada» («εδώ τίποτα»).

Οι αυτόχθονες
Πριν από την έλευση των ευρωπαίων αποίκων, ο σημερινός Καναδάς κατοικούνταν από αυτόχθονες φυλές (Ινδιάνους και Ινουίτ) και, προφανώς, την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν σύνορα στην Βόρεια Αμερική. Αρχαιολογικές έρευνες στον Καναδά έχουν φέρει στο φως ανθρώπινα δημιουργήματα ηλικίας μεγαλύτερης των 10.000 χρόνων. Σήμερα πιστεύεται ότι οι πρώτοι κάτοικοι της Αμερικής — συνεπώς και του Καναδά — προέρχονται από την Ασία και ότι πέρασαν στην Αμερική από τον Βερίγγειο πορθμό που χωρίζει την Αλάσκα από την Σιβηρία. Εξαιτίας της έλλειψης γραφής, η ιστορία των πρώτων κατοίκων του Καναδά πριν από την έλευση των Ευρωπαίων ανήκει μάλλον στην προϊστορία και τους προφορικούς θρύλους. Οι φυλές που συνάντησαν οι Ευρωπαίοι όταν άρχισαν την συστηματική εποίκηση του Καναδά κατά τον 16ο αι. χωρίζονται χονδρικά σε έξι κύριες ομάδες:

  • οι Ινδιάνοι των Ατλαντικών παραλίων (Μικμάκ, κ.ά.)·
  • οι Ινδιάνοι του κεντρικού Καναδά (Ιροκουά, Χιούρον, κ.ά), που κατοικούσαν γύρω από τις Μεγάλες Λίμνες και κατά μήκος του ποταμού του Αγίου Λαυρεντίου·
  • οι Ινδιάνοι των δασών (Κρι, Οτζίμπουα, κ.ά), που κατοικούσαν γύρω από τον κόλπο Χάντσον στα βόρεια του σημερινού Κεμπέκ, του Οντάριο και της Μανιτόμπας·
  • οι Ινδιάνοι των πεδιάδων (Σιου, κ.ά), που κατοικούσαν στις κεντρικές και βορειοδυτικές πεδιάδες του Καναδά·
  • οι Ινδιάνοι που κατοικούσαν στα δυτικά παράλια της χώρας (Χάιντα), κ.ά)· και τέλος
  • οι Ινουίτ (ή Εσκιμώοι), που κατοικούσαν στον Αρκτικό κύκλο από την Γροιλανδία έως την Σιβηρία.

Πολλές από τις αυτόχθονες φυλές ασχολούνταν με την γεωργία και το ψάρεμα, όπως οι Μικμάκ, οι Χιούρον και οι Ινουίτ. Άλλοι πάλι, όπως οι Σιου ήταν νομάδες και ζούσαν με το κυνήγι του βίσονα. Δεν έλειπαν, βεβαίως και οι συγκρούσεις μεταξύ των διαφόρων φυλών. Οι διαμάχες αυτές πολλές φορές είχαν εξαιρετικά βίαιο χαρακτήρα, αλλά σχεδόν ποτέ κατακτητικό. Οι διάφορες ινδιάνικες φυλές προτιμούσαν τις ξαφνικές επιδρομές, π.χ. για να απαγάγουν γυναίκες από άλλες φυλές, παρά τις μάχες για την κατάκτηση ξένων εδαφών. Μετά την άφιξη των Ευρωπαίων, η βίαιη εκδίωξη των αυτοχθόνων από τα εδάφη τους για να τα πάρουν οι νέοι έποικοι είχε ως αποτέλεσμα να ενταθούν οι διαμάχες μεταξύ των αυτοχθόνων και οι συγκρούσεις τους να γίνονται πλέον με κατακτητικούς σκοπούς. Για παράδειγμα, οι Χιούρον συντάχθηκαν με τους γάλλους εποίκους, ενώ οι φιλοπόλεμοι Ιροκουά (ή Μοχώκ) συντάχθηκαν με το μέρος των Άγγλων. Οι Μοχώκ τελικά κατέστρεψαν και διεσκόρπισαν όλες τις κοινότητες των Χιούρον περί το 1650. Σήμερα, ο Καναδάς αναγνωρίζει ως αυτόχθονες περίπου 600 «Πρώτα Έθνη» ή Ινδιάνους, τους Ινουίτ (άλλοτε αποκαλούνταν «Εσκιμώοι») και τους Μετί (φυλή μιγάδων που προέκυψε από την επιμειξία Ινδιάνων και λευκών — κυρίως γάλλων — αποίκων). Ο σημερινός πληθυσμός των αυτοχθόνων του Καναδά φτάνει το ένα εκατομμύριο περίπου. Οι αυτόχθονες ζητούν να δημιουργήσουν δική τους κυβέρνηση που θα έχει δικαιοδοσία στα θέματα που τους απασχολούν: διεκδίκηση εδαφών, κοινωνικά προβλήματα, κ.λπ. Στις 12 Ιουνίου του 2008 ο Καναδάς ζήτησε επίσημα συγνώμη για την πολιτική του απέναντι στους Ινδιάνους της Αμερικής.

Οι Ευρωπαίοι άποικοι
Οι πρώτοι Ευρωπαίοι που πάτησαν το πόδι τους σε καναδικό έδαφος ήταν θαλασσοπόροι Βίκιγκ, οι οποίοι έφτιαξαν καταυλισμούς περί το 1000 μ.Χ. στον Όρμο των Λιβαδιών (L'Anse aux Meadows) της Νέας Γης. Οι πρώτες βρετανικές αξιώσεις σε καναδικά εδάφη χρονολογούνται από το 1497, όταν ο ιταλός θαλασσοπόρος Τζιοβάννι Καμπότο, γνωστός και με το όνομα Τζων Κάμποτ, εξερεύνησε για λογαριασμό του βρετανικού στέμματος τις ακτές της «Νέας Γης», αν και δεν είναι εξακριβωμένο αν πρόκειται για την σημερινή Νέα Γη, την Νέα Σκωτία ή τις ακτές της Πολιτείας του Μέιν. Αρχίζοντας από το καλοκαίρι του 1534, ο γάλλος εξερευνητής Ζακ Καρτιέ πραγματοποίησε τρεις αποστολές για να εξερευνήσει τις εκβολές του Αγίου Λαυρεντίου. Το 1583, ο Χάμφρεϋ Γκίλμπερτ κήρυξε την Νέα Γη «υπερπόντια αποικία» του βρετανικού στέμματος. Η πρώτη απόπειρα εποικισμού του Καναδά έγινε το 1604 με πρωτοβουλία του γάλλου θαλασσοπόρου Σαμουέλ ντε Σαμπλαίν (Samuel de Champlain) στην Νήσο του Τιμίου Σταυρού (Isle de Ste-Croix, σήμερα Dochet Island), ένα μικρό νησί στην προέκταση των συνόρων μεταξύ Νιου Μπράνσγουικ και Πολιτείας του Μέιν. Όμως ο χειμώνας ήταν αναπάντεχα βαρύς, και σχεδόν οι μισοί από τους άπειρους νέους εποίκους πέθαναν από τις κακουχίες. Τον επόμενο χρόνο, οι εναπομείναντες πρώτοι έποικοι καθώς νέοι έποικοι από την Γαλλία πήγαν να εγκατασταθούν στην σημερινή Νέα Σκωτία, όπου ίδρυσαν το λιμάνι Πορ Ρουαγιάλ (Port-Royal). Το 1608 οι Γάλλοι ίδρυσαν την Πόλη του Κεμπέκ και έτσι άρχισε να σχηματίζεται η αποικία της Νέας Γαλλίας, που αποτελούνταν από τον «Καναδά», δηλ. τις παρόχθιες περιοχές του ποταμού Αγίου Λαυρεντίου και την Ακαδία, δηλ. την σημερινή Νέα Σκωτία (αργότερα στην Νέα Γαλλία προστέθηκαν οι παρόχθιες περιοχές του Μισσισσιππή και η Λουιζιάνα). Οι σημερινοί Ακαδιανοί ή Ακάδες είναι απόγονοι των πρώτων γάλλων εποίκων. Τον ίδιο καιρό που οι Γάλλοι άρχιζαν την εποίκιση στην Νέα Γαλλία, οι Βρετανοί άρχισαν να ιδρύουν αποικίες στα παράλια του Ατλαντικού νοτίως της Νέας Σκωτίας και τριγύρω από τον Κόλπο του Χάντσον. Το 1668, ιδρύθηκε η βρετανική «Εταιρεία του Κόλπου Χάντσον» (Hudson's Bay Company), στην οποία παραχωρήθηκε το μονοπώλιο της εμπορίας γουναρικών από τις περιοχές γύρω από τον ομώνυμο κόλπο. Η επέκταση των εποικισμών, αλλά και ο ανταγωνισμός των ευρωπαϊκών μητροπολιτικών κρατών, οδήγησε τελικά σε συγκρούσεις μεταξύ των βρετανών και των γάλλων εποίκων. Οι συγκρούσεις άρχισαν το 1689 και το 1713, με την συνθήκη της Ουτρέχτης, η Γαλλία παραχώρησε την Νέα Γη, τον Κόλπο του Χάντσον και την μισή Ακαδία. Το 1755, οι Βρετανοί εκδίωξαν διά της βίας τους γαλλόφωνους (ακαδιανούς) εποίκους, επειδή οι τελευταίοι έποικοι αρνήθηκαν να ορκιστούν υποταγή στο βρετανικό στέμμα. Το καλοκαίρι του 1759, οι Βρετανοί άρχισαν την πολιορκία της Πόλης του Κεμπέκ, ενώ η μητροπολιτική Γαλλία παρακολουθούσε μάλλον αδιάφορα τις εξελίξεις. Στις 13 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, ο γαλλικός στρατός ηττήθηκε από τους Βρετανούς στα Πεδία του Αβραάμ, ένα υψίπεδο λίγο έξω από την Πόλη του Κεμπέκ, και έτσι όλος ο γαλλικός Καναδάς έπεσε στα χέρια των Βρετανών. Η υποταγή της Νέας Γαλλίας στην Βρετανία επισημοποιήθηκε το 1763 με την συνθήκη των Παρισίων. Εντούτοις, το 1774, το Βρετανικό Κοινοβούλιο, με ειδική νομοθετική πράξη (The Quebec Act), αναγνώρισε ορισμένα θρησκευτικά και άλλα δικαιώματα στους καθολικούς γάλλους εποίκους (ενώ ταυτοχρόνως απαγόρευσε την εκλογή τοπικών κυβερνήσεων στις αποικίες της Βρετανίας στην Βόρεια Αμερική, πράξη που είχε ως αποτέλεσμα την κήρυξη της Αμερικανικής Επανάστασης λίγα καιρό αργότερα). Στα χρόνια της Αμερικανικής Επανάστασης, αλλά και μέχρι μερικά χρόνια αργότερα, περίπου 50.000 φιλοβασιλικοί βρετανοί έποικοι πέρασαν από τις δεκατρείς επαναστατημένες αποικίες στα εδάφη του Καναδά. Για να τακτοποιήσει τους νέους εποίκους, η Βρετανία ίδρυσε το 1784 την αποικία (μετέπειτα επαρχία) του Νιου Μπράνσγουικ αποσπώντας εδάφη από την Νέα Σκωτία, ενώ το 1791 διαίρεσε το Κεμπέκ σε Ανώτερο (σημερινό Οντάριο)και Κατώτερο Καναδά (σημερινό Κεμπέκ). Το 1812, οι ΗΠΑ προσπάθησαν με πόλεμο να προσαρτήσουν στα εδάφη τους τις βρετανικές αποικίες του Καναδά. Ο πόλεμος έληξε χωρίς νικητές και ηττημένους με την Συνθήκη της Γάνδης τον Δεκέμβριο του 1814. Ωστόσο, κατά την διάρκεια του πολέμου, οι Αμερικανοί πυρπόλησαν το Γυορκ (σημερινό Τορόντο, Απρίλιος 1813) και οι Βρετανοί/Καναδοί πυρπόλησαν Ουάσιγκτον (Αύγουστος 1814). Η διαφθορά στους κόλπους της αποικιακής κυβέρνησης του Καναδά, είχε ως αποτέλεσμα να ξεσπάσουν δύο επαναστάσεις το 1837: μία στο Τορόντο με αρχηγό τον Γουίλλιαμ Λάιον Μακένζι (William Lyon Mackenzie), και μία στον γαλλόφωνο Κατώτερο Καναδά με αρχηγό τον Λουί Ζοζέφ Παπινώ (Louis-Joseph Papineau), ηγέτη του Πατριωτικού Κόμματος (κατά μίμηση των αμερικανών «Πατριωτών» που οδήγησαν τις ΗΠΑ στην ανεξαρτησία). Το 1840, προκειμένου να αφομοιωθούν οι Γαλλοκαναδοί από τον αγγλόφωνο Καναδά, η Βρετανία συνένωσε τον Ανώτερο και Κατώτερο Καναδά σε μία επαρχία με την ονομασία Ηνωμένη Επαρχία του Καναδά. Το 1848, η Βρετανία ίδρυσε την αποικία της Βρετανικής Κολομβίας και τον επόμενο χρόνο ίδρυσε την αποικία της Νήσου Βανκούβερ.

Η Καναδική Συνομοσπονδία
Στα μέσα του 19ου αι., η Βρετανία θέλησε να απαλλαγεί από το κόστος της φύλαξης των αποικιών της στην Βόρεια Αμερική, χωρίς ωστόσο να χάσει τα κυριαρχικά δικαιώματα. Ο μόνος τρόπος για να γίνει κάτι τέτοιο ήταν να δημιουργηθεί μία αυτόνομη συνομοσπονδία των βρετανικών αποικιών υπό την κηδεμονία του βρετανικού στέμματος. Έτσι, την 1η Ιουλίου του 1867, η Ηνωμένη Επαρχία του Καναδά (Οντάριο και Κεμπέκ), η Νέα Σκωτία και το Νιου Μπράνσγουικ συνενώθηκαν σε μία συνομοσπονδία υπό την ονομασία «Κτήση του Καναδά» (Dominion of Canada) και πρώτο πρωθυπουργό τον Τζων Μακντόναλντ (John Macdonald, 1822–1892). Στην συνομοσπονδία προστέθηκαν αργότερα οι υπόλοιπες επαρχίες και ομοσπονδιακά εδάφη που συνθέτουν τον σημερινό Καναδά. Το 1870, από εδάφη που κατείχε η Εταιρεία του Κόλπου Χάντσον δημιουργήθηκε η επαρχία της Μανιτόμπας, μετά την εξέγερση των μιγάδων Μετί εναντίον των λευκών εποίκων και της κεντρικής καναδικής κυβέρνησης. Το 1871, η Βρετανική Κολομβία προσχώρησε στην καναδική συνομοσπονδία, αφού προηγουμένως η καναδική κυβέρνηση ανέλαβε να πληρώσει τα χρέη της δυτικής αποικίας. Παρομοίως, με οικονομικά ανταλλάγματα, δύο χρόνια αργότερα προσχώρησε στον Καναδά και η Νήσος του Πρίγκηπα Εδουάρδου. Οι επαρχίες Αλμπέρτα και Σασκάτσουαν δημιουργήθηκαν το 1905 από περιοχές που έως τότε ανήκαν στα Βορειοδυτικά Εδάφη του Καναδά. Η τελευταία επαρχία που προσαρτήθηκε στον Καναδά ήταν η Νέα Γη, η οποία παρέμεινε βρετανική αποικία έως το 1949.

Ο σύγχρονος Καναδάς
Από τις αρχές του 20ού αι., ο Καναδάς άρχισε να αναπτύσσεται ταχύτατα. Νέοι μετανάστες από την Ουκρανία, την Γερμανία, την Ιταλία, την Ελλάδα και από όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες συνέβαλαν στην ανάπτυξη των καναδικών πεδιάδων, αλλά και στην ανάπτυξη των μεγάλων αστικών κέντρων της χώρας. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Καναδοί πολέμησαν στο πλευρό της Αντάντ, αλλά υπό δική τους διοίκηση, και διακρίθηκαν για την ανδρεία τους στις μάχες της Υπρ (22 Απριλίου 1915) και του Βιμύ (19 Απριλίου 1917). Έτσι το 1919, ο Καναδάς έγινε ανεξάρτητο μέλος της Κοινωνίας των Εθνών. Το 1926 η Βρετανία αναγνώρισε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του Καναδά και ακολούθησε η επίσημη συνταγματική πράξη του 1931, γνωστή και ως Statute of Westminster. Η αναγνώριση της καναδικής υπηκοότητας ως ανεξάρτητης της βρετανικής έγινε το 1947, αλλά το βρετανικό κοινοβούλιο διατήρησε για αρκετά χρόνια ακόμα το δικαίωμα να επικυρώνει αλλαγές στο καναδικό σύνταγμα. Το 1982, ο πρωθυπουργός του Καναδά, Πιέρ Έλλιοτ Τρυντώ έφερε το καναδικό σύνταγμα στον πλήρη έλεγχο του καναδικού κοινοβουλίου με την νομοθετική πράξη που ονομάστηκε Canada Act. Τα χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σημαδεύτηκαν από μία νέα ώθηση στην ανάπτυξη της καναδικής οικονομίας και κοινωνίας, αλλά και από την συνεχιζόμενη αστάθεια ως προς την θέση του Κεμπέκ στην καναδική συνομοσπονδία. Νέοι ευρωπαίοι μετανάστες κατά την περίοδο 1950–1980 και μετανάστες από την Ασία, την Αφρική, κ.ά. κατά τα πιο πρόσφατα χρόνια άλλαξαν σημαντικά την γαλλοβρετανική εικόνα του Καναδά. Το 1947 έκανε την εμφάνισή του το δημόσιο σύστημα υγείας του Καναδά, το οποίο αποτέλεσε πρότυπο για τα συστήματα υγείας πολλών δυτικών χωρών. Από την κρίση στο Σουέζ το 1956 και έκτοτε, ο Καναδάς έχει συμμετάσχει σε πάρα πολλές ειρηνευτικές αποστολές του ΟΗΕ. Η εθνική ταυτότητα του Καναδά άρχισε να παίρνει νομική μορφή από την δεκαετία του 1950. Το 1957, το Καναδικό Κοινοβούλιο ψήφισε νόμο για την καναδική υπηκοότητα — μέχρι τότε οι πολίτες του Καναδά θεωρούνταν «βρετανοί υπήκοοι» («British subjets»/«Sujets britanniques»). Από το 1965, ο Καναδάς έχει για επίσημη σημαία ένα κόκκινο φύλλο από σφένδαμο με δύο κόκκινες λωρίδες εκατέρωθεν οι οποίες συμβολίζουν τον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό. Από το 1969 ο Καναδάς είναι επισήμως δίγλωσση χώρα, πράγμα που σημαίνει ότι όλες οι ομοσπονδιακές υπηρεσίες λειτουργούν στα αγγλικά και στα γαλλικά. Ωστόσο, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι γαλλόφωνοι κάτοικοι του Κεμπέκ, μετά από τρεις αιώνες ως πολίτες β΄ κατηγορίας υπό την κηδεμονία της Καθολικής Εκκλησίας, αποφάσισαν να ζητήσουν με πιο δυναμικό τρόπο τα δικαιώματά τους. Η λεγόμενη «Ήσυχη Επανάσταση» κατά την δεκαετία του 1960, άλλαξε κατά πολύ την οικονομική και κοινωνική κατάσταση στο Κεμπέκ. Τον ίδιο καιρό έκανε την εμφάνισή της η τρομοκρατική ομάδα «Μέτωπο για την Απελευθέρωση του Κεμπέκ» (Front pour la Libération du Québec ή FLQ). Τον Οκτώβριο του 1970, το FLQ δολοφόνησε τον επαρχιακό υπουργό Εργασίας, Πιέρ Λαπόρτ (Pierre Laporte), και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση του Πιέρ Έλλιοτ Τρυντώ επενέβη δυναμικά κηρύσσοντας στρατιωτικό νόμο. Το 1976, στις επαρχιακές εκλογές στο Κεμπέκ, πρώτο κόμμα βγήκε το εθνικιστικό Κεμπεκιώτικο Κόμμα (Parti québecois) και το 1980 διεξήχθη δημοψήφισμα για την απόσχιση της επαρχίας από τον Καναδά. Παρόμοιο δημοψήφισμα έγινε και το 1995, αλλά και στα δύο το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό για τους υποστηρικτές της ανεξαρτητοποίησης του Κεμπέκ. Στις πρόωρες γενικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 14 Οκτωβρίου του 2008 το Συντηρητικό Κόμμα του Στήβεν Χάρπερ κέρδισε νίκη με 37% των ψήφων και 144 έδρες, επί συνόλου 308 στη Βουλή. Δεν κατάφερε όμως να εξασφαλίσει αυτοδυναμία.

Το πολίτευμα της χώρας είναι η Οποσπονδιακή Βασιλευόμενη Δημοκρατία στα πρότυπα του Συστήματος Γουεστμίνστερ . Δικαίωμα ψήφου στις εκλογές έχουν όσες και όσοι είναι ηλικίας 18 ετών και άνω.

Βουλευτικές εκλογές 2011
Στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, στις 2 Μαΐου 2011, οι Συντηρητικοί του πρωθυπουργού Στίβεν Χάρπερ πέτυχαν νίκη με αυτοδυναμία, εξασφαλίζοντας 166 έδρες έναντι 103 του Νέου Δημοκρατικού Κόμματος και 34 για τους Φιλελεύθερους. Το Φιλελεύθερο Κόμμα υποβιβάστηκε στην 3η θέση για πρώτη φορά στην ιστορία του. Η συμμετοχή στις εκλογές ήταν της τάξης του 61,4%.

Έλληνες μετανάστες στον Καναδά

Ο πρώτος Έλληνας που πάτησε το πόδι του σε καναδικό έδαφος θρυλείται πως ήταν ο Ιωάννης Φωκάς ή Χουάν ντε Φούκα (Juan de Fuca), ναυτικός από την Κεφαλονιά που το 1592 εξερεύνησε για λογαριασμό του ισπανικού στέμματος τα στενά που φέρουν το όνομα Χουάν ντε Φούκα ανάμεσα στο νησί Βανκούβερ και την Πολιτεία της Ουάσιγκτον. (Ο Φωκάς αναφέρεται επίσης και με το όνομα Απόστολος Βαλεριάνος.) Η μετανάστευση Ελλήνων προς τον Καναδά άρχισε ουσιαστικά με το τέλος του 19ου αι., έλαβε σημαντικές διαστάσεις μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο και κορυφώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Από τις αρχές της δεκατίας του 1970 η μετανάστευση Ελλήνων προς τον Καναδά άρχισε να φθίνει και από το τέλος της δεκαετίας του 1980 έχει ουσιαστικά εκλείψει. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001, στον Καναδά κατοικούν 144.000 άτομα ελληνικής καταγωγής και από τους δύο γονείς και 71.000 άτομα ελληνικής καταγωγής από έναν γονέα μόνον. Το σύνολο των κατοίκων του Καναδά που είναι ελληνικής καταγωγής ανέρχεται σε 215.000 άτομα. Ο αριθμός αυτός δεν περιλαμβάνει αναγκαστικά όλα τα άτομα των μεταγενέστερων γενεών ούτε τα άτομα ελληνικής καταγωγής που μετανάστευσαν στον Καναδά από χώρες εκτός Ελλάδας (π.χ. από Κωνσταντινούπολη, Αίγυπτο, Βόρεια Ήπειρο, κ.ά.). Στην απογραφή του 2001, καταγράφηκαν 120.000 ελληνόφωνοι κάτοικοι του Καναδά, που σημαίνει ότι 56% των Καναδών ελληνικής καταγωγής μιλάει τα ελληνικά. Οι περισσότεροι ελληνόφωνοι βρίσκονται στην ευρύτερη περιφέρεια του Τορόντο (65.000 άτομα περίπου), στο Μόντρεαλ (40.000 άτομα) και το Βανκούβερ (5.200 άτομα). Μικρότερες ελληνόφωνες παροικίες υπάρχουν στην Οττάβα (2.300 άτομα), το Κάλγκαρι (1.300 άτομα), το Έντμοντον (1.000 άτομα), το Χάλιφαξ (1.000 άτομα) και σε όλον σχεδόν τον Καναδά. Οι έλληνες μετανάστες της πρώτης γενιάς ασχολήθηκαν κυρίως ως εργάτες σε βιομηχανίες, καθαριστές κτιρίων κ.λπ. ή σε οικογενειακές επιχειρήσεις όπως εστιατόρια, αρτοποιεία και παντοπωλεία. Οι νεότερες γενιές εντάχθηκαν στην ευρύτερη καναδική κοινωνία και προόδευσαν στο εμπόριο, τις επιστήμες και τα γράμματα. Ειδικά στο Μόντρεαλ και στο Τορόντο, οι έλληνες μετανάστες εξακολουθούν να κατοικούν σε συμπαγείς ελληνικές γειτονιές (στο Παρκ-Εξτένσιον (Parc-Extension) και το Σόμεντυ (Chomedey) στην ευρύτερη περιοχή του Μόντρεαλ, και περί της λεωφόρου Ντάνφορθ (Danforth) στο Τορόντο), είναι οργανωμένοι σε αστικές ή θρησκευτικές (ελληνορθόδοξες) κοινότητες και διαθέτουν ιδιωτικά ή ημιιδιωτικά ελληνικά σχολεία. Έλληνες ομογενείς της πρώτης και της δεύτερης γενιάς μετέχουν στην πολιτική ζωή του Καναδά, είτε ως βουλευτές στο Κοινοβούλιο της χώρας, είτε ως επαρχιακοί βουλευτές, είτε ως δημοτικοί σύμβουλοι. Στον Καναδά κυκλοφορούν αρκετές ελληνικές εφημερίδες (συνήθως εβδομαδιαίες) και υπάρχουν πολλά ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά προγράμματα στα ελληνικά. Ανάμεσα στους πλέον γνωστούς ελληνοκαναδούς συγκαταλέγονται ο συγγραφέας Νίκος Καχτίτσης, ο ζωγράφος Πωλ (Παλαιολόγος) Σουλικιάς, οι ηθοποιοί Ηλίας Κοτέας και Νία Βάρνταλος, κ.ά. Στο Πανεπιστήμιο York του Τορόντο δίδαξε ο μετέπειτα πρωθυπουργός της Ελλάδας Ανδρέας Παπανδρέου.

Το κλίμα είναι καθαρά ηπειρωτικό. Ιδιαίτερα στο βόρειο τμήμα, που είναι τελείως ανοιχτό προς το Βόρειο Πόλο, παρουσιάζει πολύ ψυχρούς χειμώνες με μέση θερμοκρασία περίπου -20° C. Μόνο στην περιοχή του Ειρηνικού ωκεανού το κλίμα είναι πιο εύκρατο κι αυτό μόνο στα παράλια που δέχονται το ζεστό θαλάσσιο ρεύμα από την Ιαπωνία. Αυτές ακριβώς οι κλιματολογικές συνθήκες εμποδίζουν την εγκατάσταση ανθρώπων σε μεγάλο μέρος της χώρας.

Το κλίμα είναι καθαρά ηπειρωτικό. Ιδιαίτερα στο βόρειο τμήμα, που είναι τελείως ανοιχτό προς το Βόρειο Πόλο, παρουσιάζει πολύ ψυχρούς χειμώνες με μέση θερμοκρασία περίπου -20° C. Μόνο στην περιοχή του Ειρηνικού ωκεανού το κλίμα είναι πιο εύκρατο κι αυτό μόνο στα παράλια που δέχονται το ζεστό θαλάσσιο ρεύμα από την Ιαπωνία. Αυτές ακριβώς οι κλιματολογικές συνθήκες εμποδίζουν την εγκατάσταση ανθρώπων σε μεγάλο μέρος της χώρας.

Το κλίμα είναι καθαρά ηπειρωτικό. Ιδιαίτερα στο βόρειο τμήμα, που είναι τελείως ανοιχτό προς το Βόρειο Πόλο, παρουσιάζει πολύ ψυχρούς χειμώνες με μέση θερμοκρασία περίπου -20° C. Μόνο στην περιοχή του Ειρηνικού ωκεανού το κλίμα είναι πιο εύκρατο κι αυτό μόνο στα παράλια που δέχονται το ζεστό θαλάσσιο ρεύμα από την Ιαπωνία. Αυτές ακριβώς οι κλιματολογικές συνθήκες εμποδίζουν την εγκατάσταση ανθρώπων σε μεγάλο μέρος της χώρας.

Έχει τέλειο συγκοινωνιακό δίκτυο, αεροπορικό, σιδηροδρομικό, οδικό, ενώ και η εσωτερική ναυσιπλοΐα είναι εξίσου σημαντική, παρόλο ότι δεν είναι δυνατό να λειτουργεί ολόκληρο το χρόνο, εξαιτίας των κλιματολογικών συνθηκών που επικρατούν.

Η οδήγηση γίνεται στα δεξιά.