Περιγραφή
Κράτος της Νοτιοανατολικής Ασίας, στο κέντρο της χερσονήσου της Ινδοκίνας. Συνορεύει βόρεια με την Κίνα, βορειοανατολικά και ανατολικά με το Βιετνάμ, νότια με την Καμπότζη, δυτικά με την Ταϊλάνδη και βορειοδυτικά με τη Βιρμανία (Μιανμάρ ή Μπούρμα).
Η συνολική έκταση της χώρας ανέρχεται σε 236.800 τ. χλμ., κατατάσσοντας το Λάος στην 80ή παγκόσμια θέση. Είναι η 5η μικρότερη χώρα της χερσονήσου της Ινδοκίνας και μεγαλύτερη μόνο από την Καμπότζη. Η έκτασή της είναι περίπου ίση με αυτήν της Ρουμανίας και διπλάσια από αυτήν του Μαλάουι.
Ο πληθυσμός του Λάος σύμφωνα με στοιχεία του 2002 υπολογίζεται σε 5.777.180 κατοίκους. Είναι η μικρότερη σε πληθυσμό χώρα της Ινδοκίνας, ενώ κατέχει την 107η παγκόσμια θέση. Σε σχέση με την έκταση ο πληθυσμός της χώρας είναι σχετικά μικρός, με αποτέλεσμα το Λάος να συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο αραιοκατοικημένων χωρών του κόσμου με την πυκνότητα του πληθυσμού να φτάνει μόλις τους 24,4 κατοίκους ανά τ. χλμ.
Μέχρι τον 20ό αιώνα
Από τον 5ο αιώνα μ.Χ. στη θέση του σημερινού Λάος κατοικούσαν πρωτόγονα φύλα, γνωστά με την ονομασία Χα (Kha = δούλοι). Γύρω στον 8ο αι. τα φύλα αυτά άρχισαν να εκτοπίζονται από τους Λάο και διάφορους άλλους λαούς Τάι, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει ήδη ένα ισχυρό βασίλειο, το Ναντσάο, στη νοτιοδυτική Κίνα. Το 13ο αι. ίδρυσαν το πριγκιπάτο Λουόνγκ Σούα, το οποίο αργότερα μετονομάστηκε σε Λουάνγκ Πραμπάνγκ. Ιδρυτής του πρώτου λαοτινού κράτους θεωρείται ο πρίγκιπας Φα Νκουμ, ο οποίος ίδρυσε το Λαν Ξανγκ (Βασίλειο των Χιλίων Ελεφάντων) στην Ανγκόρ. Μέχρι το 1371 επέκτεινε την κυριαρχία του στο έδαφος του σημερινού Λάος, διέδωσε το βουδισμό θεραβάντα και όρισε πρωτεύουσα του ινδοκινέζικου κράτους του τη Λουάνγκ Πραμπάνγκ. Το 1373 τον διαδέχτηκε ο γιός του Σαμ Σένε Τάι, ο οποίος οργάνωσε την άμυνα και διοίκηση του βασιλείου. Μετά το θάνατό του (1416) οι διάδοχοί του ολοκλήρωσαν το έργο του. Στη διάρκεια της βασιλείας του Φοτζιράθ το βασίλειο Λαν Ξανγκ διεξήγαγε τρεις πολέμους εναντίον του Σιαμ, ενώ γνώρισε τη μεγαλύτερή του επέκταση, όταν στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιός του Σεθαθιράθ, ο οποίος μετέφερε την πρωτεύουσα από τη Λουάνγκ Πραμπάνγκ στη Βιεντιάν και απέκρουσε δύο εισβολές Βιρμανών. Η νέα πρωτεύουσα, μετά το θάνατο του Σεθαθιράθ, κυριεύτηκε από τους Βιρμανούς το 1574 και ερημώθηκε, με την άνοδο όμως στην εξουσία του Σολίνια-Βονγκσά η τάξη αποκαταστάθηκε και η πόλη αναδείχτηκε σε κέντρο των τεχνών και του πολιτισμού. Το 1694 πέθανε ο Σολίνια-Βονγκσά και το βασίλειο Λαν Ξανγκ τέθηκε κάτω από βιετναμέζικη κυριαρχία. Ακολούθησε μια μακρά περίοδος αναρχίας, η οποία οδήγησε στο διαμελισμό του Λαν Ξανγκ και στην ίδρυση των ξεχωριστών βασιλείων Λουάνγκ Πραμπάνγκ και Βιεντιάν στο Βορρά (1707) και του βασιλείου Τσαμπασάκ στο Νότο (1713). Οι διαμάχες όμως μεταξύ των τριών αυτών βασιλείων κατέληξαν στην υποταγή τους στους Σιαμαίους. Πρώτα υποτάχτηκαν τα βασίλεια Λουάνγκ Πραμπάνγκ και Τσαμπασάκ το 1778 και ακολούθησε το βασίλειο της Βιεντιάν το 1782. Οι βασιλιάδες διατήρησαν το δικαίωμα να κυβερνούν τα βασίλειά τους, υποχρεώθηκαν όμως να πληρώνουν φόρο υποτέλειας στην Μπανγκόκ. Το 1805 ανέβηκε στο θρόνο του βασιλείου της Βιεντιάν ο Τσάου Άνου, ο οποίος ισχυροποίησε τους δεσμούς υποταγής του με το Βιετνάμ, πέτυχε να δοθεί η διακυβέρνηση του βασιλείου του Τσαμπασάκ στο γιο του και το 1826 εκστράτευσε εναντίον της Μπανγκόκ. Νικήθηκε όμως από τα στρατεύματα του Σιάμ, ενώ η Βιεντιάν λεηλατήθηκε και τέθηκε υπό τον έλεγχο των Σιαμαίων. Τα επόμενα χρόνια οι Σιαμαίοι προχώρησαν σε μια σειρά επιθετικές ενέργειες, επιδιώκοντας να επεκτείνουν την κυριαρχία τους σε βάρος του Βιετνάμ και να δημιουργήσουν μια μεγάλη αυτοκρατορία. Τα σχέδιά τους ανησύχησαν τους Γάλλους, οι οποίοι είχαν εγκαθιδρύσει προτεκτοράτο στο Βιετνάμ και άρχισαν διαπραγματεύσεις με την Μπανγκόκ, οι οποίες κατέληξαν στην εγκατάσταση Γάλλου υποπρόξενου στη Λουάνγκ Πραμπάνγκ, στην απόσυρση των στρατευμάτων του Σιάμ από την αριστερή όχθη του Μεκόνγκ και στην αναγνώριση των εκκενωμένων εδαφών σε γαλλικό προτεκτοράτο, το οποίο ονομάστηκε προτεκτοράτο του Λάος (1893) και αποτέλεσε τμήμα της Γαλλικής Ινδοκίνας. Ο ποταμός Μεκόνγκ αναγνωριζόταν ως σύνορο μεταξύ του Σιάμ (Ταϊλάνδης) και του προτεκτοράτου του Λάος. Η επίσημη προσάρτηση της περιοχής στη Γαλλία έγινε το 1904 με την υπογραφή ειδικών συμφωνιών μεταξύ της Γαλλίας και της Ταϊλάνδης.
Ο 20ός αιώνας
Η γαλλική κατοχή τερματίστηκε τον Μάρτιο του 1945, όταν οι Ιάπωνες έδιωξαν τους Γάλλους από την Ινδοκίνα, κατέλαβαν το Λάος και το ανακήρυξαν ανεξάρτητο. Στο εσωτερικό της χώρας αναπτύχθηκε αντάρτικο κίνημα εναντίον των Ιαπώνων και των συμμάχων τους Ταϊλανδών, το οποίο στράφηκε και εναντίον των Γάλλων. Οι τελευταίοι το 1946 παραχώρησαν εσωτερική αυτονομία στη χώρα, υπό τον Σιζαναβάνγκ Βονγκ, βασιλιά της Λουάνγκ Πραμπάνγκ, ενώ ένα χρόνο αργότερα, τον Μάιο του 1947, ψηφίστηκε το Σύνταγμα με το οποίο στο Λάος εγκαθιδρυόταν καθεστώς συνταγματικής μοναρχίας. Στις 19 Ιουλίου 1949 υπογράφτηκε σύμβαση, με βάση την οποία η Γαλλία αναγνώριζε την ανεξαρτησία του Λάος στα πλαίσια της Γαλλικής Ένωσης. Το 1954, ύστερα από την ήττα των Γάλλων στον πόλεμο της Ινδοκίνας, συγκροτήθηκε η Διάσκεψη της Γενεύης με τη συμμετοχή 14 εθνών, στην οποία συμφωνήθηκε να γίνει το Λάος ανεξάρτητο και ουδέτερο κράτος με σκοπό να αποτελέσει ένα είδους κυματοθραύστη ανάμεσα στην Ταϊλάνδη (που ανήκε στο δυτικό συνασπισμό) και το Βόρειο Βιετνάμ (που ανήκε στον κομουνιστικό συνασπισμό). Στο μεταξύ το Λάος σπαρασσόταν από τις εμφύλιες έριδες μεταξύ των τριών παρατάξεων, οι οποίες είχαν δημιουργηθεί στο εσωτερικό του: της Αριστεράς, η οποία υποστηριζόταν από το κόμμα Πάθετ Λάο (Λαοτινή Πατρίδα) του Σουφανουβόνγκ, της ουδετερόφιλης και της Δεξιάς. Αρχικά επικράτησε μια περίοδος ηρεμίας, ύστερα όμως από τις εκλογές του 1958, οι οποίες έδειξαν ότι υπήρχε αυξημένο ρεύμα υποστήριξης του Αριστερού κόμματος Πάθετ Λάο, σχηματίστηκε κυβέρνηση δεξιών τάσεων. Ο ουδετερόφιλος πρωθυπουργός Σουβάνα Φούμα αναγκάστηκε να παραιτηθεί και τη θέση του πήρε ο δεξιός Φούι Σανανικόνε, ενώ ο πρίγκιπας Σουφανουβόνγκ φυλακίστηκε. Ο Φούι στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από το στρατηγό Φούμι Νοσαβάν, ο οποίος τον Αύγουστο του 1960 ανατράπηκε με πραξικόπημα από τον Κονγκ Λε. Τον Μάιο του 1961 στη Διάσκεψη της Γενεύης τέθηκε πάλι το θέμα του Λάος και του ρόλου που θα μπορούσε να διαδραματίσει στην περιοχή ως ουδέτερο κράτος. Παρά το σχηματισμό νέας κυβέρνησης συνασπισμού με τη συμμετοχή εκπροσώπων του Πάθετ Λάο, των ουδετερόφιλων και της Δεξιάς με επικεφαλής τον Σουβάνα Φούμα τον Ιούνιο του 1962, η τύχη της χώρας ήταν άμεσα συνδεμένη με τον πόλεμο του Βιετνάμ και τις εξελίξεις στη Βιεντιάν μεταξύ της λαοτινής κυβέρνησης και των ανταρτών του Πάθετ Λάο. Το 1972 άρχισαν διαπραγματεύσεις μεταξύ της κυβέρνησης της Βιεντιάν και του Πάθετ Λάο, οι οποίες τον Φεβρουάριο του 1973 κατέληξαν σε συμφωνία για κατάπαυση του πυρός. Ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις τον Απρίλιο του 1974 σχηματίστηκε προσωρινή κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, της οποίας τα μέλη προέρχονταν εξίσου από τους κόλπους της κυβέρνησης της Βιεντιάν και του Πάθετ Λάο. Οι διεθνείς ωστόσο εξελίξεις και η πτώση των αντικομουνιστικών καθεστώτων της Σαϊγκόν στο Νότιο Βιετνάμ και της Πνομ Πεν στην Καμπότζη είχε ως αποτέλεσμα τον Μάιο του 1975 η χώρα να περάσει υπό τον πλήρη έλεγχο του κομουνιστικού κόμματος Πάθετ Λάο. Στις 1-2 Δεκεμβρίου 1975 η Εθνοσυνέλευση κατάργησε τη μοναρχία (ο βασιλιάς Σαβάνγκ Βατάνα υποχρεώθηκε σε παραίτηση) και ανακήρυξε τη χώρα σε Λαϊκή Δημοκρατία με πρώτο πρόεδρο τον πρίγκιπα Σουφανουβόνγκ και πρωθυπουργό το γενικό γραμματέα του Λαϊκού Επαναστατικού Κόμματος του Λάος, Κεϊσόν Φομβιχάν. Η νέα κυβέρνηση ξεκίνησε ένα πρόγραμμα αναδιάρθρωσης της διοίκησης, ενώ παράλληλα αναπτύχθηκε ένα ισχυρό ρεύμα φυγής των κατοίκων προς την Ταϊλάνδη, κυρίως λόγω της κάμψης της εθνικής οικονομίας και της υποτίμησης του νομίσματος. Τον Ιούλιο του 1977 υπογράφτηκε ανάμεσα στο Λάος και το Βιετνάμ συνθήκη 25χρονης φιλίας και συνεργασίας, ενώ παράλληλα σημειώθηκε βελτίωση των σχέσεων του Λάος με την Ταϊλάνδη, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού εμπορίου διεξαγόταν μέσω αυτής. Στο εσωτερικό της χώρας αναπτύχθηκε μια περιορισμένη αντικαθεστωτική ένοπλη δράση, η οποία το 1980 συσπειρώθηκε κάτω από την επωνυμία "Εθνικό Μέτωπο Απελευθέρωσης του Λάος". Παρ` όλα αυτά όμως δεν είχε τη δύναμη να απειλήσει σοβαρά την κυβέρνηση. Το πρώτο πενταετές σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης τέθηκε σε εφαρμογή το 1981, ενώ ένα χρόνο αργότερα συνήλθε το 3ο Εθνικό Συνέδριο του Επαναστατικού Λαϊκού Κόμματος, το οποίο χάραξε την οικονομική και εξωτερική πολιτική. Αν και δεν πάρθηκαν τα απαραίτητα μέτρα για τον περιορισμό του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου και την αύξηση του εθνικού εισοδήματος, η χώρα εξασφάλισε εξωτερική οικονομική βοήθεια και το 1983 η οικονομία της σημείωσε κάποια ανάκαμψη με αποτέλεσμα να ανακοπεί το ρεύμα φυγής προς την Ταϊλάνδη. Την ίδια χρονιά αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις του Λάος με το Βιετνάμ και την Καμπότζη, ύστερα από τη συνάντηση κορυφής των τριών χωρών, η οποία πραγματοποιήθηκε στη Βιεντιάν. Στις 10 Ιανουαρίου 1984 πέθανε στη Βιεντιάν ο πρίγκιπας Σουβάνα Φούμα, ο οποίος διατέλεσε πρωθυπουργός της χώρας από το 1962 έως το 1975. Τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου εντάθηκαν οι σχέσεις του Λάος με την Ταϊλάνδη, με αποτέλεσμα η χώρα να στραφεί προς την Καμπότζη και το Βιετνάμ για τη διεκπεραίωση του εξωτερικού της εμπορίου. Η αύξηση της βιετναμικής δύναμης στο έδαφος του Λάος από 45.000 σε 60.000 άνδρες, πυροδότησε καινούρια ένταση ανάμεσα στο Λάος και την Ταϊλάνδη, που πήρε τη μορφή περιορισμένου ανταρτοπόλεμου στα βόρεια σύνορα της χώρας. Στο μεταξύ η οικονομική βοήθεια από την πρώην ΕΣΣΔ και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μειώθηκε το 1985 κατά 15-20% λόγω της έλλειψης υποδομής, η οποία δυσχέραινε την παραγωγική απορρόφηση κεφαλαίων. Το 1986 οι εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας που πραγματοποίησε το Λάος προς την Ταϊλάνδη βοήθησαν στην αποκατάσταση των σχέσεων των δύο χωρών. Τον ίδιο χρόνο η χώρα εγκαινίασε μια νέα περίοδο οικονομικής συνεργασίας με μη κομουνιστικές χώρες και χαλάρωσε τον κεντρικό σχεδιασμό της παραγωγής, γεγονός που επέτρεψε τις κρατικές εταιρείες να συναλλάσσονται ελεύθερα και να επανεμφανιστούν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις. Στις 31 Οκτωβρίου 1986 ο πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας Σουφανουβόνγκ, γνωστός επίσης με την επωνυμία "κόκκινος πρίγκιπας", αποχώρησε από το αξίωμά του για λόγους υγείας και αντικαταστάθηκε από τον Φούμι Βονγκβισίτ. Τον Νοέμβριο του 1986 πραγματοποιήθηκε το 4ο Συνέδριο του Λαϊκού Επαναστατικού Κόμματος (ΛΕΚΛ), το οποίο προγραμμάτισε μεταρρυθμίσεις, που όμως δεν πραγματοποιήθηκαν λόγω εσωτερικών διαφωνιών. Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής η χώρα πραγματοποίησε μέσα στο 1987 άνοιγμα προς την Κίνα, που οδήγησε στην ανταλλαγή πρεσβευτών μεταξύ των δύο χωρών και στην αποχώρηση 25.000 Βιετναμέζων στρατιωτών από το έδαφος του Λάος. Την ίδια χρονιά σημειώθηκε βελτίωση των σχέσεων του Λάος με την πρώην ΕΣΣΔ, ενώ στο εσωτερικό η κυβέρνηση συνέχισε τη χαλάρωση του ελέγχου της εθνικής οικονομίας με αποτέλεσμα την αύξηση των εμπορικών συναλλαγών. Τον Μάρτιο του 1989 διεξήχθησαν για πρώτη φορά μετά το 1975 κοινοβουλευτικές εκλογές, ενώ στον εξωτερικό τομέα συνεχίστηκε η βελτίωση των σχέσεων του Λάος με τα γειτονικά του κράτη (Βιετνάμ, Ταϊλάνδη, Κίνα). Τον Μάρτιο του 1991 πραγματοποιήθηκε το 5ο Συνέδριο του ΛΕΚΛ, κατά το οποίο αποφασίστηκαν αλλαγές στη δομή του κόμματος. Η Γραμματεία καταργήθηκε, ενώ ο γενικός γραμματέας μετονομάστηκε πρόεδρος του κόμματος. Στις 14 Αυγούστου η Ανώτατη Λαϊκή Συνέλευση θέσπισε νέο Σύνταγμα, από το οποίο γινόταν απάλειψη κάθε αναφοράς στο σοσιαλισμό, διατηρούνταν όμως το μονοκομματικό καθεστώς. Τον Ιανουάριο του 1992 ξέσπασαν ταραχές και ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ κυβερνητικών δυνάμεων και αντικομουνιστών ανταρτών, τα μέλη των οποίων προέρχονταν κυρίως από τη μειονότητα των Χμονγκ και αξιωματούχους του πρώην βασιλικού καθεστώτος.
Στις 21 Νοεμβρίου 1992 πέθανε ο Κεϊσόν Φομβιχάν, ο οποίος ήταν από το 1975 ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης της χώρας, κατέχοντας το αξίωμα του πρωθυπουργού και του προέδρου του ΛΕΚΛ. Μετά το θάνατό του τον διαδέχτηκε ο Νουχάκ Φουμβασάν στο αξίωμα του πρόεδρου της χώρας και ο Χαμτάι Σιφαντόν στο αξίωμα του πρωθυπουργού και προέδρου του Λαϊκού Επαναστατικού Κόμματος του Λάος (ΛΕΚΛ). Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου εκλέχτηκε η νέα 85μελής Εθνοσυνέλευση, που όμως δεν άλλαξε ουσιαστικά την πολιτική κατάσταση στο Λάος, καθώς η διακυβέρνηση εξακολούθησε να ασκείται από το ΛΕΚΛ.
Η σημερινή πολιτική κατάσταση
Από τον Φεβρουάριο του 1998 πρόεδρος της χώρας είναι ο Σίπαντον Καμτάι.
Πολίτευμα - συνταγματικοί θεσμοί
Η επίσημη ονομασία του κράτους είναι Λαϊκή Δημοκρατία του Λάος (Σαταλανάλατ Παξατιπατάι Παξαξόν Λάο). Με βάση το Σύνταγμα της 14ης Αυγούστου 1991 στο Λάος ισχύει μονοκομματικό καθεστώς λαϊκής δημοκρατίας. Η χώρα κυβερνάται από το μοναδικό νόμιμο πολιτικό κόμμα, το Επαναστατικό Λαϊκό Κόμμα του Λαοτινού λαού, το οποίο έχει την τυπική ιεραρχική δομή όλων των κομουνιστικών κομμάτων: αποτελείται από την Κεντρική Επιτροπή, το 11μελές Πολιτικό Γραφείο και το Γενικό Γραμματέα. Τον Δεκέμβριο του 1975 συνήλθε η 264μελής Εθνοσυνέλευση, η οποία εξέλεξε το 85μελές Υπουργικό Συμβούλιο. Αρχηγός του κράτους είναι ο πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας. Η εκτελεστική εξουσία ασκείται από τον πρόεδρο και το Υπουργικό Συμβούλιο, επικεφαλής του οποίου είναι ο πρωθυπουργός. Τόσο ο πρόεδρος όσο και ο πρωθυπουργός εκλέγονται από το 85μελές Υπουργικό συμβούλιο, τα μέλη του οποίου αναδεικνύονται με εκλογές που γίνονται κάθε πέντε χρόνια. Δεν υπάρχει επίσημο δικαστικό σώμα. Δικαίωμα ψήφου έχουν όλοι οι πολίτες της χώρας που έχουν συμπληρώσει την ηλικία των 18 ετών.
Υγεία - πρόνοια
Το σύστημα παροχής υπηρεσιών υγείας και κρατικής πρόνοιας είναι ανεπαρκές. Παρόλο που τα τελευταία έχει δοθεί άμεση προτεραιότητα στην επέκταση των υπηρεσιών υγείας σε όλες τις περιοχές της χώρας, παρατηρούνται ακόμη ελλείψεις σε φάρμακα και ιατρικό προσωπικό σε πολλές επαρχίες. Σοβαρό πρόβλημα αποτελούν επίσης διάφορες ασθένειες, όπως η ελονοσία και η γαστρεντερίτιδα, η εξάπλωση των οποίων διευκολύνεται από το θερμό και υγρό κλίμα, την έλλειψη πόσιμου νερού και τις κακές συνθήκες υγιεινής.
Εκπαίδευση
Παρά τις προσπάθειες τις οποίες κατέβαλε η κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια, το εκπαιδευτικό σύστημα κρίνεται ανεπαρκές, όπως δείχνει και το ιδιαίτερα μεγάλο ποσοστό αναλφάβητων (43%) που υπάρχουν στη χώρα. Η εκπαίδευση παρέχεται δωρεάν και είναι υποχρεωτική για τις ηλικίες των 6-11 ετών. Διακρίνεται σε βασική (διαρκεί 5 χρόνια), μέση (διαρκεί 6 χρόνια) και ανώτερη ή ανώτατη, η οποία παρέχεται από διάφορες τεχνικές σχολές και από το μοναδικό πανεπιστήμιο της χώρας, που λειτουργεί στην πρωτεύουσα Βιεντιάν.
Ένοπλες δυνάμεις
Στο Λάος σταθμεύουν βιετναμέζικα στρατεύματα, ενώ παράλληλα δρουν πολλές ανταρτικές ομάδες. Το μεγαλύτερο μέρος των ενόπλων δυνάμεων της χώρας αποτελείται από το στρατό ξηράς, ενώ η δύναμη της πολεμικής αεροπορίας είναι μικρή και τεχνολογικά απαρχαιωμένη. Το έτος 1997 οι δαπάνες για την άμυνα απορρόφησαν το 4,2% του ΑΕΠ.
Μορφολογία εδάφους
Το Λάος είναι κατεξοχήν ορεινή χώρα. Περισσότερο από τα 9/10 του εδάφους της καλύπτεται από βουνά, με υψόμετρο μεγαλύτερο από 1800 μέτρα. Το μεγαλύτερο μέρος της χώρας αποτελεί τμήμα της Αναμιτικής Οροσειράς, της ανατολικότερης από τις τρεις μεγάλες οροσειρές που ξεκινούν από το Θιβέτ και με κατεύθυνση νοτιοανατολική διασχίζουν τη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Η οροσειρά αυτή σχηματίστηκε κατά τη διάρκεια του Τριτογενούς και είναι βαθιά χαραγμένη από ποτάμια, τα οποία έχουν διαμελίσει τις ράχες της σε μια ακανόνιστη σειρά υψιπέδων. Το ανάγλυφο της χώρας μπορεί να χωριστεί σε δύο φυσιογραφικές περιοχές: στο βόρειο τμήμα, το οποίο έχει σχήμα ακανόνιστου ογκώδους τετραπλεύρου, και στο νότιο, το οποίο είναι επίμηκες και εκτείνεται στα νοτιοανατολικά.
α) Το βόρειο τμήμα, που είναι και το πιο ορεινό, διασχίζεται από βαθιές ποτάμιες κοιλάδες και φαράγγια που έχουν ΒΔ - ΝΑ κατεύθυνση. Σε αρκετά σημεία οι εδαφικές εξάρσεις ξεπερνούν σε υψόμετρο τα 2.000 μ., όπως οι κορυφές των βουνών Που Σαν (2.239 μ.) και Που Λάι (2.257 μ.) στα βορειοανατολικά. Το ψηλότερο σημείο της χώρας είναι η κορυφή του όρους Που Μπια (2.820 μ.), το οποίο βρίσκεται στην αρχή της νότιας απόληξης της χώρας προς το Βιετνάμ. Βόρεια του όρους Που Μπια εκτείνεται το οροπέδιο Ξιανγκχοάνγκ, το οποίο έχει μέσο υψόμετρο 1.080 μ. και στο κέντρο του σχηματίζει την Πεδιάδα των Αμφορέων. Νοτιοανατολικά του όρους Που Μπια το πλάτος της χώρας στενεύει και ορίζεται δυτικά από τον ποταμό Μεκόνγκ και ανατολικά από την Αναμιτική Οροσειρά, η οποία σχηματίζει ένα τεράστιο φαράγγι ανάμεσα στο Λάος και το Βιετνάμ. Σε πολλά σημεία το υψόμετρο της Αναμιτικής Οροσειράς ξεπερνά τα 2.000 μέτρα (διάβαση Βαρθολομαίου 2.711 μ., διάβαση Ναπέ 2.296 μ.).
β) Το νότιο τμήμα της χώρας είναι γενικά πιο πεδινό. Ψηλοί ορεινοί όγκοι αναπτύσσονται μόνο στα ανατολικά, κατά μήκος των παρυφών της Αναμιτικής Οροσειράς. Το υψηλότερο σημείο είναι η κορυφή Που Ατουάτ (2.500 μ.) στα ανατολικά, κοντά στα σύνορα με το Βιετνάμ. Στο νοτιότερο άκρο της χώρας εκτείνεται το οροπέδιο Μπολοβάν με μέσο υψόμετρο 1.500 μ.
Υδρογραφία
Το υδρογραφικό δίκτυο της χώρας καθορίζεται από τον ποταμό Μεκόνγκ, τον όγδοο μεγαλύτερο σε μήκος ποταμό της Γης. Το συνολικό μήκος του Μεκόνγκ φτάνει τα 4.500 χλμ., η λεκάνη απορροής του έχει έκταση 810.000 τ. χλμ. και η μέση ετήσια παροχή νερού στις εκβολές του υπολογίζεται σε 12.000 κυβ. μ. ανά δευτερόλεπτο. Πηγάζει από τα ανατολικά υψώματα Τσινγκχάι του Θιβέτ και διασχίζει την Κίνα ακολουθώντας νότια κατεύθυνση. Μετά την επαρχία Γιουνάν της Κίνας αποτελεί το σύνορο Βιρμανίας - Λάος. Μπαίνει στο λαοτινό έδαφος στο ύψος του 20ού βόρειου παραλλήλου και για 220 χλμ. περίπου ακολουθεί ανατολική κατεύθυνση. Στη συνέχεια στρέφεται νότια και διασχίζει τη χώρα σε μια απόσταση 300 χλμ. περίπου. Μετά η πορεία του γίνεται ανατολική, για να αποτελέσει σε μεγάλο μήκος το φυσικό σύνορο Λάος - Ταϊλάνδης. Εισχωρεί και πάλι στο έδαφος του Λάος, στο νότιο τμήμα της χώρας, και στη συνέχεια συνεχίζει την πορεία του στο έδαφος της Καμπότζης. Αποτελεί την κυριότερη συγκοινωνιακή αρτηρία της χώρας - είναι πλωτός από το ύψος της πόλης Λουανγκπραμπάνγκ και κάτω - αν και οι καταρράκτες σε πολλά σημεία του δυσκολεύουν την πλεύση. Κατά μήκος της εύφορης κοιλάδας του βρίσκονται οι μεγαλύτεροι ορυζώνες και οι πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της χώρας. Οι σημαντικότεροι παραπόταμοι του Μεκόνγκ σε λαοτινό έδαφος είναι οι Μπενγκ, Ου, Πακ και Ξουάνγκ στο βορρά, οι Λικ, Χέουπ, Ενγκούμ, Ενκιάπ και Τέουν στο κέντρο της χώρας και οι Ναμκχιάνγκ, Μπάνγκχιανγκ και Κονγκ στα νότια.
Το μεγαλύτερο μέρος της χώρας βρίσκεται μεταξύ του 22ου και 14ου βόρειου παράλληλου της Γης και έχει κλίμα υποτροπικό, το οποίο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τους μουσώνες. Κύριο χαρακτηριστικό του κλίματος είναι οι μικρές θερμοκρασιακές μεταβολές. Διακρίνονται δύο εποχές: μία υγρή και ζεστή, που διαρκεί από τον Μάιο ως τον Οκτώβριο, και μία δροσερή και ξερή, από τον Νοέμβριο ως τον Απρίλιο. Στις νότιες πεδινές περιοχές της χώρας παρατηρούνται γενικά υψηλότερες θερμοκρασίες από ό,τι στις βόρειες και ορεινές. Οι περισσότερες βροχές πέφτουν στη διάρκεια της υγρής περιόδου, από τον Μάιο ως τον Οκτώβριο. Το μέσο ετήσιο ύψος βροχής φτάνει περίπου τα 1.600 χιλιοστά στις πεδινές περιοχές και τα 3.000 χιλιοστά στις ορεινές. Συχνά η χώρα πλήττεται από πλημμύρες αλλά και περιόδους ξηρασίας. Στην πρωτεύουσα Βιεντιάν το μέσο ετήσιο ύψος βροχής φτάνει τα 1.715 χιλιοστά, ενώ οι μέσες ετήσιες θερμοκρασίες Απριλίου (ζεστότερος μήνας) και Ιανουαρίου (ο ψυχρότερος) είναι 29°C και 22°C αντίστοιχα.
Από δημογραφική άποψη ο πληθυσμός της χώρας εμφανίζει χαρακτηριστικά των χωρών του Τρίτου Κόσμου, δηλαδή μεγάλα ποσοστά γεννήσεων και ταχύτατη δημογραφική αύξηση. Συγκεκριμένα ο πληθυσμός της χώρας από 5.777.180 κατοίκους που ήταν το 2002 αναμένεται να αυξηθεί στους 7.168.000 το 2010 και στους 8.923.000 κατοίκους το 2020. Παρ` όλα αυτά η φυσική αύξηση του πληθυσμού δεν αναμένεται να δημιουργήσει προβλήματα στη χώρα, καθώς ο αριθμός των κατοίκων θα παραμείνει μικρός σε σχέση με την έκτασή της. Το κράτος εξάλλου ενθαρρύνει την αύξηση του πληθυσμού με διάφορους τρόπους, όπως π.χ. με την απαγόρευση των μεθόδων αντισύλληψης, καθώς πιστεύει ότι μια ενδεχόμενη αύξηση θα βοηθήσει τη χώρα να αποκτήσει την εργατική δύναμή που της χρειάζεται για την ανάπτυξή της. Σε επίπεδο αριθμών το 2002 τα ποσοστά γεννητικότητας και θνησιμότητας ήταν 3,74% και 1,27% αντίστοιχα. Με βάση αυτά τα ποσοστά η φυσική αύξηση του πληθυσμού υπολογίζεται στο 2,47%. Το 2002 η βρεφική θνησιμότητα έφτανε στο τρομακτικό ποσοστό του 9,1%.
Το 2002 η ηλικιακή σύνθεση του πληθυσμού εμφάνιζε την ακόλουθη εικόνα: ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού (42,5%) αποτελούνταν από παιδιά ηλικίας έως 14 ετών, το 54,2% αφορούσε άτομα ηλικίας 15 έως 64 ετών, ενώ οι ηλικιωμένοι άνω των 65 ετών αποτελούσαν μόλις το 3,3%. Οι άσχημες συνθήκες υγιεινής και το χαμηλό βιοτικό επίπεδο των κατοίκων έχουν ως αποτέλεσμα ο μέσος όρος ζωής να είναι από τους χαμηλότερους παγκοσμίως. Το 2002 το προσδόκιμο όριο ζωής έφτανε τα 53,88 χρόνια (55,87 χρόνια οι γυναίκες και 51,95 χρόνια οι άνδρες). Ως προς την κατανομή το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού κατοικεί κατά μήκος του ποταμού Μεκόνγκ, στις περιοχές όπου καλλιεργείται το ρύζι. Το 1997 ο αγροτικός πληθυσμός αποτελούσε το 77% του συνολικού πληθυσμού και ο αστικός μόλις το 23%.
Η οδήγηση γίνεται στα δεξιά.
Πληροφορίες
+5 ώρες
Κιπ (LAK)
Voltage: 230 V
Frequency: 50 Hz
Power sockets: type A / B / C / E / F