Περιγραφή
Η Βολιβία (με την επίσημη ονομασία «Πολυεθνοτικό Κράτος της Βολιβίας» από τις 4 Μαΐου του 2009) είναι μία χώρα στην κεντρική Νότια Αμερική. Συνορεύει με τη Βραζιλία βόρεια και ανατολικά, την Παραγουάη νότια και ανατολικά, την Αργεντινή νότια, τη Χιλή νότια και δυτικά και το Περού δυτικά. Έχει έκταση 1.098.580 km² και πληθυσμό 9.775.246, με βάση εκτιμήσεις του 2009. Πρόεδρος της χώρας είναι, από το 2006, ο Έβο Μοράλες και Αντιπρόεδρος από την ίδια χρονιά ο Άλβαρο Γκαρσία. Πριν από τον Ευρωπαϊκό αποικισμό της, η περιοχή της σημερινής Βολιβίας αποτελούσε τμήμα της αυτοκρατορίας των Ίνκας. Κατακτήθηκε από τους Ισπανούς τον 16ο αιώνα και για το μεγαλύτερο διάστημα της ισπανικής κατάκτησης ονομαζόταν ως Άνω Περού ή Τσάρκας, ενώ διοικητικά υπαγόταν στην Αντιβασιλεία του Περού, κάτω από την κυριαρχία της οποίας βρισκόταν και οι περισσότερες ισπανικές κτήσεις της Νότιας Αμερικής. Μετά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της το 1809, ακολούθησαν 16 έτη συνεχών πολέμων μέχρι την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας από τον Σιμόν Μπολιβάρ, στις 6 Αυγούστου του 1825. Η Βολιβία σήμερα είναι ένα δημοκρατικό κράτος, το οποίο διαιρείται διοικητικά σε 9 διαμερίσματα. Η γεωγραφία της ποικίλλει καθώς περιλαμβάνει την οροσειρά των Άνδεων στα δυτικά, και πεδινές εκτάσεις στα ανατολικά, μέρος της λεκάνης του Αμαζονίου. Κύριες οικονομικές δραστηριότητες είναι η γεωργία, η δασοκομία, η αλιεία, τα ορυχεία και η μεταποίηση σε υφάσματα, ρουχισμό, επεξεργασμένα μέταλλα και η άντληση και διύλιση πετρελαίου. Πήρε το όνομά της από το Βolívar Simón (1783-1830), ένα αντι-ιμπεριαλιστικό στρατευμένο και πρώτο Πρόεδρο της Βολιβίας . Το επώνυμό του προέρχεται από το Λα Πουέμπλα de Bolibar, ένα χωριό το Biscay στην Ισπανία. Η ετυμολογία Bolibar μπορεί να είναι bolu («μύλος») + - ibar («ποταμός»). Κατά συνέπεια, σημαίνει ένας μύλος σε έναν ποταμό.
Προαποικιακή ιστορία
Η περιοχή της σημερινής Βολιβίας κατοικείται συνεχώς τις τελευταίες δύο χιλιετηρίδες, με πρώτους κατοίκους τους ιθαγενείς Αϊμάρα, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη δυτική Βολιβία, το νότιο (σημερινό) Περού και τη βόρεια (σημερινή) Χιλή. Οι Αϊμάρα σχετίζονται με έναν προηγμένο πολιτισμό της περιοχής, γνωστό με την ονομασία Τιγουανάκου, ο οποίος αναπτύχθηκε στα δυτικά τμήματα της χώρας. Η ομώνυμη πρωτεύουσα του κράτους του Τιγουανάκου πρέπει να ιδρύθηκε γύρω στο 1500 πΧ, ως ένας μικρός γεωργικός οικισμός. Η κοινότητά του αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε σε πόλη μεταξύ του 5ου και 7ου αιώνα μΧ, αποτελώντας παράλληλα μία σημαντική δύναμη στην περιοχή των νότιων Άνδεων. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η πόλη στην ακμή της εκτείνονταν σε 6,5 τετρ. χλμ. και είχε πληθυσμό μεταξύ 15.000 και 30.000 κατοίκων. Γύρω στο 400 μΧ, το κράτος του Τιγουανάκου εξελίχθηκε από τοπική δύναμη σε ολοκληρωμένη πολιτεία και επεκτάθηκε στη γειτονική φυλή των Γιούνγκας, καθώς και σε άλλες τοπικές κοινότητες του Περού, της Βολιβίας και της Χιλής, διαδίδοντας και επιβάλλοντος την πολιτιστική δομή του. Η επέκταση έγινε κατά βάση με την ίδρυση αποικιών, εμπορικές συμφωνίες και διάδοση της γλώσσας και της κουλτούρας, ενώ η χρήση των όπλων δεν φαίνεται να ήταν διαδεδομένη. Το κράτος του Τιγουανάκου επεκτείνονταν συνεχώς, αφομοιώνοντας γειτονικούς πολιτισμούς και φυλές, χωρίς να έχει να αντιμετωπίσει κάποιον σημαντικό ανταγωνιστή στην ευρύτερη περιοχή. Η αφθονία της τροφής από καλλιέργειες και την κτηνοτροφία των λάμα, χρησιμοποιούταν για να ανατροφοδοτήσει φτωχότερες περιοχές μέσω ενός δικτύου συνεχούς εμπορίου. Η ανάπτυξη συνεχίστηκε με αυτό τον τρόπο απρόσκοπτα μέχρι και το 950 μΧ, περίοδος που το κράτος του Τιγουανάκου είχε φτάσει στη μέγιστη επικράτειά του. Την περίοδο εκείνη σημειώθηκε όμως μία έντονη αλλαγή στο κλίμα της περιοχής, καθώς η βροχόπτωση στη λεκάνη της λίμνης Τιτικάκα έπεσε σημαντικά. Ορισμένοι ερευνητές πιστεύουν ότι επήλθε μία ξαφνική περίοδος ξηρασίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι πόλεις της περιοχής της Τιτικάκα να παράγουν όλο και λιγότερη τροφή, με συνέπεια την έλλειψη πλεονάσματος, το οποίο διαχειριζόταν η αριστοκρατία του κράτους. Με τη σειρά της, η αριστοκρατία έχασε τη δημοτικότητά της καθώς ήταν υπεύθυνη για την αναδιανομή του πλεονάσματος. Η πρωτεύουσα παρέμεινε η μόνη σημαντική παραγωγική περιοχή, αλλά ακόμα και ο τεχνικά έξυπνος σχεδιασμός των καλλιεργειών της, δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την ξηρασία. Το κράτος του Τιγουανάκου εξαλείφθηκε σταδιακά μέσα σε 50 χρόνια μέχρι το 1000 μΧ, με βασική αιτία την έλλειψη τροφής, που ήταν και η δύναμή του. Η ευρύτερη περιοχή παρέμεινε ερημωμένη με όλο και λιγότερους κατοίκους σε μικρούς αγροτικούς οικισμούς, χωρίς καμία πλέον κρατική δομή ή κεντρική διοίκηση και πολιτισμό. Μεταξύ του 1438 και του 1527, η αυτοκρατορία των Ίνκας προσάρτησε το μεγαλύτερο δυτικό τμήμα της Βολιβίας. Οι εσωτερικές αδυναμίες όμως της αυτοκρατορίας δεν επέτρεψαν τη συνέχιση της κυριαρχίας, και ακολούθησε η κατάκτηση από τους Ισπανούς, παράλληλα με την πτώση των Ίνκας.
Αποικιακή περίοδος
Η κατάκτηση των περιοχών της Βολιβίας ξεκίνησε το 1524 με τη σταδιακή αποδυνάμωση και τελική πτώση του πολιτισμού των Ίνκας από τους Ισπανούς, ενώ μέχρι το 1533 η κυριαρχία του Ισπανικού στέμματος στην περιοχή είχε εδραιωθεί. Η Βολιβία, με τα σημερινά της όρια, αποκαλούταν ως Άνω Περoύ και βρισκόταν κάτω από την εξουσία της Αντιβασιλείας του Περού με έδρα τη Λίμα. Η τοπική διακυβέρνηση της περιοχής, γνωστή με την ονομασία Αουντιένσια ντε Τσάρκας (Audiencia de Charcas - Κοινό των Τσάρκας), είχε έδρα την Τσουκισάκα, που ταυτίζεται με τη σύγχρονη πρωτεύουσα Σούκρε στην περιοχή Λα Πλάτα. Μέχρι το τέλος του 16ου αιώνα, σημαντική πηγή πλούτου για τους αποικιοκράτες ήταν τα τοπικά κοιτάσματα αργύρου, τα οποία θεωρούταν φημισμένα στο σύνολο της Ισπανικής αυτοκρατορίας. Για την εξόρυξη, αλλά και για σχεδόν το σύνολο των εργατικών δραστηριοτήτων, οι Ισπανοί χρησιμοποιούσαν ιθαγενείς, υιοθετώντας ένα προκολομβιανό τοπικό σύστημα εργασίας με την ονομασία μίτα. Το Άνω Περού, ως ευρύτερη περιοχή, μετατέθηκε στην επικράτεια της Αντιβασιλείας του Ρίο ντε λα Πλάτα στη σημερινή Αργεντινή το 1776. Στη συνέχεια, με τη σταδιακή εξασθένηση της ισχύος του Ισπανικού θρόνου κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους, ενισχύθηκαν οι αντιδράσεις και η δυσμένεια απέναντι στην αποικιοκρατία σε όλη την περιοχή, αλλά και γενικότερα σε όλες τις κτήσεις του στέμματος στη Νότια Αμερική.
Ανεξαρτησία και επακόλουθες συρράξεις
Ο αγώνας της Βολιβίας για πλήρη ανεξαρτησία από την Ισπανία ξεκίνησε ουσιαστικά το 1809 και διήρκησε σχεδόν 16 χρόνια. Το ανεξάρτητο κράτος της δημοκρατίας της Βολιβίας ιδρύθηκε στις 6 Αυγούστου του 1825 από τον Σιμόν Μπολιβάρ. Το 1836, η Βολιβία, με την ηγεσία του στρατηγού Αντρές ντε Σάντα Κρούζ, εισέβαλε στο Περού για να υποστηρίξει τον απερχόμενο πρόεδρο της χώρας στρατηγό Λουίς Ορμπεγκόσο. Με την επαναφορά του στην εξουσία, οι δύο χώρες συνενώθηκαν στο σχήμα της Βολιβιοπερουβιανής Συνομοσπονδίας, με προκαθήμενο τον Σάντα Κρουζ με τον τίτλο του Ανώτατου Προστάτη. Μετά από διαδοχικές εντάσεις μεταξύ της Συνομοσπονδίας και της Χιλής, η Χιλή κήρυξε πόλεμο στις δύο χώρες το 1836. Η Αργεντινή, σύμμαχος της Χιλής, κήρυξε με τη σειρά της πόλεμο στη Συνομοσπονδία μερικούς μήνες αργότερα. Οι δυνάμεις του Περού και της Βολιβίας κατάφεραν σημαντικές και αρκετές νίκες κατά τη διάρκεια αυτής της σύρραξης, η οποία είναι πλέον γνωστή ως ο Πόλεμος της Συνομοσπονδίας. Η ήττα των Αργεντινών και στη συνέχεια των Χιλιανών εκστρατευτικών σωμάτων στην περιοχή της Παουκαρπάτα και την πόλη της Αρεκίπα, είναι τα σημαντικά ορόσημα του πολέμου αυτού. Η συνθήκη της Παουκαρπάτα επιβεβαίωσε την άνευ όρων παράδοση των στρατευμάτων της Χιλής και των Περουβιανών επαναστατών που ήταν αντίθετοι στη Συνομοσπονδία και τον πρόεδρο Ορμπεγκόσο. Με βάση τη συνθήκη αυτή, η Χιλή ήταν υποχρεωμένη να αποσύρει τις δυνάμεις της από τα εδάφη της Συνομοσπονδίας, να επιστρέψει πολεμικά σκάφη που είχε συλλάβει, και να δεχθεί την εξισορρόπηση των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των χωρών αυτών με την πληρωμή του Περουβιανού χρέους στη Χιλή από τη Συνομοσπονδία. Η λαϊκή βούληση όμως δεν δέχθηκε τους όρους της συνθήκης και η Χιλιανή κυβέρνηση την απέρριψε. Τα χιλιανά στρατεύματα οργάνωσαν μία δεύτερη επίθεση και νίκησαν τις δυνάμεις της Συνομοσπονδίας στη μάχη του Γιουνγκάι. Μετά από αυτή την ήττα, ο Σάντα Κρουζ διέφυγε στο Εκουαδόρ και η Συνομοσπονδία οδηγήθηκε σε διάλυση. Μετά τη διάλυση και με την ηγεσία του νέου πρόεδρου στρατηγού Αγκουστίν Γκαμάρα, το Περού εισέβαλε στη Βολιβία. Ο Περουβιανός στρατός ηττήθηκε στην αποφασιστική μάχη του Ινγκαβί το 1841, όπου και σκοτώθηκε ο Γκαμάρα. Αυτό είχε ως συνέπεια, το Περού να μην μπορέσει να αντισταθεί στην Βολιβιανή αντεπίθεση και οι δυνάμεις της Βολιβίας κατέλαβαν το Περουβιανό λιμάνι της Αρίκα. Το 1842, οι δύο χώρες υπέγραψαν την οριστική συνθήκη ειρήνης μεταξύ τους, η οποία και έβαλε τέλος στη σύρραξη. Ακολούθησε μία περίοδος πολιτικής και οικονομικής αστάθειας, η οποία μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα κατέβαλε τη Βολιβία. Ο επακόλουθος Πόλεμος του Ειρηνικού από το 1879 ως το 1883 ενάντια στη Χιλή, είχε ως συνέπεια την απώλεια της πρόσβασης της χώρας στον Ειρηνικό ωκεανό, αλλά και την παραχώρηση στη Χιλή των περιοχών Σαλίτρε και των λιμανιών της Αντοφαγκάστα και της Αρίκα. Από την ανεξαρτησία της και στη συνέχεια, η Βολιβία έχασε σχεδόν τη μισή έκτασή της σε πολέμους με τις γειτονικές χώρες. Η πολιτεία του Άκρε, γνωστή για την παραγωγή γομαλάκας, προσχώρησε το 1903 με τη σειρά της στη Βραζιλία, αποχωρώντας από το Βολιβιανό κράτος. Με το τέλος του 19ου αιώνα και την άνοδο των παγκόσμιων τιμών αργύρου, η Βολιβία πέρασε σε μία περίοδο σχετικής οικονομικής ευμάρειας και πολιτικής σταθερότητας. Με την αλλαγή του αιώνα, σταδιακά ο βωξίτης αντικατέστησε τον άργυρο ως πρώτη πλουτοπαραγωγική πηγή της χώρας, ενώ μέχρι το 1930 οι κυβερνήσεις ακολούθησαν τα καπιταλιστικά πρότυπα, καθώς ελέγχονταν από την κοινωνική και οικονομική ελίτ. Οι συνθήκες διαβίωσης των ιθαγενών, που αποτελούσαν και το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού, παρέμειναν ιδιαίτερα δύσκολες. Με περιορισμένες δυνατότητες εργασίας και πρωτόγονες συνθήκες στα ορυχεία και σε μεγάλα αγροκτήματα που θύμιζαν Ευρωπαϊκή φεουδαρχία, οι ιθαγενείς δεν είχαν πρόσβαση στην εκπαίδευση, σε οικονομικές ευκαιρίες και σε συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα. Αυτή η κατάσταση, παράλληλα με την ήττα της Βολιβίας από την Παραγουάη στον Πόλεμο του Τσάκο (1932-35), οδήγησαν σε ένα κρίσιμο σημείο καμπής τη χώρα.
Σύγχρονη ιστορία
Το Εθνικιστικό Επαναστατικό Κίνημα (MNR) ξεκίνησε ως ένα πολιτικό κόμμα με ευρεία βάση. Αν και ακυρώθηκε η νίκη του στις εκλογές του 1951, το MNR πρωτοστάτησε σε μία επιτυχημένη επανάσταση το 1952. Με πρόεδρο τον Βίκτορ Παζ Εστενσόρο και με ισχυρό λαϊκό έρισμα, το κίνημα καθιέρωσε την καθολική ψήφο και πραγματοποίησε ριζικές αλλαγές προωθώντας την αγροτική εκπαίδευση και την εθνικοποίηση των μεγαλύτερων ορυχείων βωξίτη της χώρας. Μετά από 12 χρόνια στην εξουσία, το κίνημα παρουσίασε τις πρώτες εσωτερικές εντάσεις, με συνέπεια το 1964 να ανατραπεί ο πρόεδρος Εστενσόρο από μία στρατιωτική δικτατορία. Το 1969, ο θάνατος του προέδρου Ρενέ Μπαριέντος Ορτούνιο, εκλεγμένου πρόεδρου του καθεστώτος το 1966, οδήγησε σε διαδοχικές αδύναμες κυβερνήσεις. Η αναρχία και η λαϊκή δυσμένεια, ο στρατός μαζί με το κίνημα εγκατέστησαν τον συνταγματάρχη (και μετέπειτα στρατηγό) Ούγκο Μπανζέρ Σουάρες στη θέση του πρόεδρου το 1971. Ο Μπανζέρ κυβέρνησε με την υποστήριξη του MNR μέχρι το 1974, οπότε και με αυτόνομη απόφασή του αντικατέστησε τους αξιωματούχος με στρατιωτικό προσωπικό και ανέστειλε τις πολιτικές δραστηριότητες. Η οικονομία παρουσίασε έντονη ανάπτυξη σε όλη τη διακυβέρνηση του Μπανζέρ, αλλά υπήρχαν παράλληλα παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τελικά οικονομικές κρίσεις που ελάττωσαν την υποστήριξη στο πρόσωπό του. Εξαναγκάστηκε να προκηρύξει εκλογές το 1978, και η Βολιβία μπήκε σε μία περίοδο πολιτικών αναταραχών. Ακολούθησε μια περίοδος πολιτικής και οικονομικής αστάθειας, η οποία μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα κατέβαλε τη Βολιβία. Ο επακόλουθος Πόλεμος του Ειρηνικού από το 1879 ως το 1883 ενάντια στη Χιλή, είχε ως συνέπεια την απώλεια της πρόσβασης της χώρας στον Ειρηνικό ωκεανό, αλλά και την παραχώρηση στη Χιλή των περιοχών Σαλίτρε και των λιμανιών της Αντοφαγκάστα και της Αρίκα. Από την ανεξαρτησία της και στη συνέχεια, η Βολιβία έχασε σχεδόν τη μισή έκτασή της σε πολέμους με τις γειτονικές χώρες. Η πολιτεία του Άκρε, γνωστή για την παραγωγή γομαλάκας, προσχώρησε το 1903 με τη σειρά της στη Βραζιλία, αποχωρώντας από το Βολιβιανό κράτος. Με το τέλος του 19ου αιώνα και την άνοδο των παγκόσμιων τιμών αργύρου, η Βολιβία πέρασε σε μία περίοδο σχετικής οικονομικής ευμάρειας και πολιτικής σταθερότητας. Με την αλλαγή του αιώνα, σταδιακά ο βωξίτης αντικατέστησε τον άργυρο ως πρώτη πλουτοπαραγωγική πηγή της χώρας, ενώ μέχρι το 1930 οι κυβερνήσεις ακολούθησαν τα καπιταλιστικά πρότυπα, καθώς ελέγχονταν από την κοινωνική και οικονομική ελίτ. Οι συνθήκες διαβίωσης των ιθαγενών, που αποτελούσαν και το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού, παρέμειναν ιδιαίτερα δύσκολες. Με περιορισμένες δυνατότητες εργασίας και πρωτόγονες συνθήκες στα ορυχεία και σε μεγάλα αγροκτήματα που θύμιζαν Ευρωπαϊκή φεουδαρχία, οι ιθαγενείς δεν είχαν πρόσβαση στην εκπαίδευση, σε οικονομικές ευκαιρίες και σε συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα. Αυτή η κατάσταση, παράλληλα με την ήττα της Βολιβίας από την Παραγουάη στον Πόλεμο του Τσάκο (1932-35), οδήγησαν σε ένα κρίσιμο σημείο καμπής τη χώρα.
Διακυβέρνηση
Αρχηγός Κράτους είναι ο Πρόεδρος Έβο Μοράλες. Δικαίωμα ψήφου στις εκλογές έχουν όσες και όσοι είναι παντρεμένοι, ηλικίας 18 ετών και άνω, ενώ για τους ανύπαντρους το ηλικιακό όριο είναι τα 21 χρόνια. Η ψηφοφορία είναι υποχρεωτική για όλους.
Γενικές εκλογές 2009
Οι τελευταίες γενικές εκλογές με βάση το νέο Σύνταγμα διεξήχθησαν στις 6 Δεκεμβρίου του 2009. Ο Έβο Μοράλες εξελέγη πρόεδρος για μία ακόμη θητεία, με ποσοστό 62,5% των ψήφων έναντι 28,2% για τον Μάνφρεντ Ρέγιες, υποψήφιο του PPB. Το Κίνημα για τον Σοσιαλισμό του Μοράλες κέρδισε την πλειοψηφία στη Βουλή και στη Γερουσία. Στην τελευταία μάλιστα εξασφάλισε τον έλεγχο των 2/3.
Δημοψήφισμα Αυγούστου 2008
Στο δημοψήφισμα που διεξήχθη στις 10 Αυγούστου του 2008 τόσο ο πρόεδρος Μοράλες όσο και οι κεντροδεξιοί κυβερνήτες των 4 πλουσιότερων επαρχιών της χώρας αναδείχθηκαν νικητές. Το δημοψήφισμα είχε ζητηθεί από τον ίδιο τον πρόεδρο για να επιβεβαιωθεί η εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος στο πρόσωπό του. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η υποστήριξη του εκλογικού σώματος προς το Μοράλες ξεπέρασε το 60%. Τον Οκτώβριο του 2008 η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση κατέληξαν σε συμφωνία για τον τερματισμό της πολιτικής κρίσης, καθορίζοντας τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για ένα νέο Σύνταγμα. Η κρίση είχε απειλήσει τη χώρα με εμφύλιο πόλεμο, καθώς το Σεπτέμβριο έχασαν τη ζωή τους 18 άτομα σε συγκρούσεις.
Συνταγματικό δημοψήφισμα 2009
Στις 25 Ιανουαρίου του 2009 οι κάτοικοι προσήλθαν στις κάλπες σε δημοψήφισμα για την έγκριση ενός νέου Συντάγματος. Με βάση το νέο Σύνταγμα, ανάμεσα στα άλλα, διευρύνεται ο ρόλος του κράτους και δίνεται έμφαση στην κοινωνική δικαιοσύνη με ανάδειξη των δικαιωμάτων για τους ιθαγενείς. Η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος συμφωνήθηκε έπειτα από συμφωνία με την αντιπολίτευση. Το νέο Σύνταγμα εγκρίθηκε από τον λαό της χώρας με ποσοστό 58,3%, έναντι 41,7%, σύμφωνα με το τηλεοπτικό δίκτυο ΑΤΒ, ενώ ο ανταγωνιστικός του σταθμός Unitel εκτιμά το αντίστοιχο ποσοστό στο 60%, έναντι 40% του όχι. Ο Μοράλες σε ομιλία του έκανε λόγο για "επανίδρυση του Κράτους". Θα διεξαχθούν πρόωρες εκλογές στις 6 Δεκεμβρίου του 2009. Ο ίδιος ο Μοράλες υποσχέθηκε ότι δε θα διεκδικήσει ξανά το ύπατο αξίωμα το 2014 (αν και με το νέο Σύνταγμα επιτρέπεται κάτι τέτοιο) αν εκλεγεί ξανά το 2009. Το νέο Σύνταγμα τέθηκε σε ισχύ από τον ίδιο τον πρόεδρο Μοράλες, στις 7 Φεβρουαρίου του 2009.
Ο πληθυσμός της χώρας ανέρχεται σε 10.027.254[2] κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2012. (87η στον κόσμο). Ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού είναι 1,56% (εκτίμηση 2015)[6]. Ο ρυθμός γεννήσεων είναι 22,76 γεννήσεις/1000 πληθυσμού και θανάτου 6,52 θάνατοι/1000 πληθυσμού (εκτίμηση 2015). Πρωτεύουσα της Βολιβίας είναι η Λα Πας (La Paz). Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού ήταν σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2015 τα 68,86 χρόνια (66,08 χρόνια οι άνδρες και 71,78 οι γυναίκες)
Το κλίμα της Βολιβίας, τουλάχιστο στο μεγάλο υψόμετρο, είναι εύκρατο, πράγμα που οφείλεται στις Άνδεις.
Ο πληθυσμός της χώρας είναι 9.775.246 (86η στον κόσμο). Ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού είναι 1,772% (εκτίμηση 2009)[2]. Ο ρυθμός γεννήσεων είναι 22,31 γεννήσεις/1000 πληθυσμού και θανάτου 7,35 θάνατοι/1000 πληθυσμού (εκτίμηση 2008). Πρωτεύουσα της Βολιβίας είναι η Λα Παζ (La Paz). Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού ήταν σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2009 τα 66,89 χρόνια (64,2 χρόνια οι άνδρες και 69,72 οι γυναίκες).
Η οδήγηση γίνεται στα δεξιά.
Πληροφορίες
-6 ώρες
Μπολιβιάνο (BOB)
Voltage: 230 V
Frequency: 50 Hz
Power sockets: type A / C