Οι Καθαροί ήταν μια δυιστική χριστιανική αίρεση που αναπτύχθηκε σε κάποιες περιοχές της νότιας Ευρώπης. συγκεκριμένα, στη βόρεια Ιταλία, στη βόρεια Ισπανία και στη νοτιοδυτική Γαλλία (στην Προβηγκία που τότε λεγόταν Λανγκεντόκ και αργότερα Οξιτανία) και στην Καταλωνία, μεταξύ του 12ου και 14ου αιώνα.
Μολονότι ο όρος «Καθαροί» (γαλλ. Cathares, γερμαν. Katharer, εκ της ελληνικής λέξεως «καθαρός») χρησιμοποιήθηκε επί αιώνες για τον προσδιορισμό της αίρεσης, οι ίδιοι οι Καθαροί αυτοπροσδιορίζονταν συνήθως με το όνομα «καλοί άνθρωποι» (bonshommes) ή «καλοί χριστιανοί», με βάση τα ελάχιστα κείμενά τους που έχουν διασωθεί. Λέγονταν επίσης και Αλβιγηνοί, από την πόλη Αλμπί όπου ιδρύθηκε το πρώτο επισκοπάτο τους· ειρωνία της τύχης, κοντά στην ίδια πόλη συνεδρίασε και η εκκλησιαστική σύνοδος του 1176, η οποία χαρακτήρισε τη διδασκαλία των Καθαρών αιρετική.
Η αίρεση έφτασε στο απόγειο της ακμής της περίπου στις αρχές του 13ου αι. όταν και άρχισε να φθίνει λόγω των αλλεπάλληλων διωγμών και πιέσεων.
Ποιοι ήταν όμως οι Καθαροί; Ποια ήταν τα πιστεύω τους και γιατί η Καθολική Εκκλησία της εποχής στράφηκε με τόση μανία εναντίον τους; Ελάχιστα κείμενα των ίδιων των Καθαρών έχουν διασωθεί (και σ’ αυτά η αυθεντικότητά τους ελέγχεται), επομένως η συντριπτική πλειοψηφία των πηγών προέρχεται από τους… αντιπάλους τους, γεγονός που καθιστά αμφίβολη την αξιοπιστία τους. ΣΕ γενικές γραμμές πάντως οι μελετητές συμφωνούν πως οι Καθαροί τηρούσαν μια αρνητική στάση απέναντι στην παπική έδρα, θεωρώντας ότι η Εκκλησία της Ρώμης είχε περιπέσει σε πνευματική και ηθική κατάπτωση. Ουσιαστικά, γι’ αυτούς η Εκκλησία της Ρώμης δεν ήταν παρά η «Εκκλησία του Σατανά» ή η «Εκκλησία των λύκων». Ισχυρίζονταν πως η σάρκα ήταν φύσει μιαρή, επομένως ο Ιησούς δεν θα μπορούσε να έχει γεννηθεί από την Παρθένο Μαρία. Σύμφωνα με κάποιους σύγχρονους αντιπάλους τους οι Καθαροί εξελάμβαναν τον Ιησού ως την ανθρώπινη εικόνα ενός αγγέλου, ενός μη υλικού πνεύματος, με επακόλουθο η Σταύρωση και η Ανάσταση δεν υφίσταντο, αφού, αν δεν υπάρχει υλικό σώμα, τίποτε από αυτά δεν θα μπορούσε να συμβεί. Απέρριπταν επίσης την ύπαρξη της Αγίας Τριάδας, καθώς και τα επτά τελούμενα μυστήρια της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Το μόνο μυστήριο που δέχονταν ήταν το κονσολαμέντουμ (consolamentum, παραμυθία), μια σύντομη τελετή χειροθεσίας που επανέφερε την ψυχή στην αρχική της τέλεια κατάσταση.
Πέρα από την εξειδίκευση των πιστεύω τους, στην καθημερινή τους ζωή οι Καθαροί διακρίνονταν σε «Τέλειους» και «Πιστούς», με τους πρώτους να ακολουθούν εξαιρετικά αυστηρούς περιορισμούς στην καθημερινή τους ζωή, και τους τελευταίους να έχουν αρκετά περισσότερες ελευθερίες, με συνέπεια πολλοί Πιστοί να μην ενστερνίζονται τους περιορισμούς των «Τέλειων» παρά μόνο όταν ένιωθαν πως πλησίαζε το τέλος τους. Ακόμη και οι αντίπαλοί τους ωστόσο παραδέχονταν την τιμιότητά τους: ο άγιος Βερνάρδος του Κλαιρβώ, πολέμιος των Καθαρών, σημείωνε «ο Καθαρός κανέναν δεν εξαπατά, κανέναν δεν παραμερίζει, σε κανέναν δεν ασκεί βία, οι παρειές του είναι χλωμές λόγω της νηστείας, δεν τρώει τον άρτο της αργίας, εργάζεται με τα χέρια του και κερδίζει τα προς το ζην». Όταν μάλιστα ο επίσκοπος Φουλκ, ένας ηγέτης-κλειδί στις διώξεις κατά των Καθαρών, επιτίμησε τους ιππότες του Λανγκεντόκ επειδή δεν δίωκαν τους αιρετικούς πιο επίμονα, έλαβε την απάντηση: «Δεν μπορούμε. Έχουμε ανατραφεί μαζί με αυτούς. Έχουμε συγγενείς ανάμεσά τους και τους βλέπουμε να ζουν μέσα στην τελειότητα».
Η Καθολική Εκκλησία είδε λοιπόν στην αίρεση των Καθαρών μια τρομερή απειλή, που γοήτευε μεγάλο μέρος του ποιμνίου της και απειλούσε τα θεμέλια της Εκκλησίας και την εξουσία του ίδιου του Πάπα. Οι πρώτες προσπάθειες περιορισμού της εξάπλωσής τους ήταν αρκετά ήπιες, μα χωρίς αποτέλεσμα. Η συνέχεια ήταν ολοένα και σκληρότερη, μέχρι την κήρυξη πολέμου (Σταυροφορίας), που έστειλε στον θάνατο πολλές δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων. Προσπαθώντας να βρουν καταφύγιο, πολλοί Καθαροί προσέφυγαν σε διάφορα κάστρα της περιοχής του Λενγκαντόκ, που τότε βρίσκονταν υπό την εξουσία του Στέμματος της Αραγωνίας, έξω δηλαδή από τη δικαιοδοσία των Φράγκων βασιλέων που πρωτοστατούσαν στους διωγμούς εναντίον των Καθαρών.
Μετά από δεκαετίες διαρκούς διωγμού και επαναπροσηλυτισμού, και τη συστηματική καταστροφή των κειμένων της, οι οπαδοί της αίρεσης μειώθηκαν σημαντικά. Ο πόλεμος και οι διωγμοί της Ιεράς Εξέτασης μετά το 1229 έστειλαν στο θάνατο δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, κυρίως Καθαρούς αλλά και Καθολικούς. Ο αρχηγός ενός κινήματος αναβίωσης της αίρεσης στην περιοχή των Πυρηναίων, ο Γκιγιόμ Οτιέ, συνελήφθη και εκτελέστηκε στις 9 Απριλίου του 1310 στην Τουλούζη. Αν θα πρέπει να τοποθετήσουμε χρονικά την οριστική εξαφάνιση των Καθαρών, το 1321 θα ήταν το έτος, όταν ο τελευταίος «Τέλειος» Καθαρός, ο Γκιγιώμ Μπελιμπάστ, κάηκε στην πυρά το φθινόπωρο εκείνου του έτους.
Σήμερα, η παράδοση των Καθαρών διασώζεται μέσα σε τραγούδια και παλιές ιστορίες του Λανγκεντόκ (Προβηγκία). Σε ολόκληρη την περιοχή από τα Πυρηναία μέχρι την Καρκασσόν και τη Ναρμπόνα, βλέπουμε τις καφέ πινακίδες του γαλλικού Υπουργείου Πολιτισμού που ενημερώνει για τα μνημεία της PaysCathare, της Χώρας των Καθαρών, μνημεία που επί το πλείστον είναι τα φρούρια και οι οχυρωματικές εγκαταστάσεις (όπως σημειώνονται στον παρακάτω χάρτη) όπου οι κυνηγημένοι Καθαροί αναζήτησαν –μάταια– καταφύγιο…
...