fb

Mont-Saint-Michel, Το μυστήριο της φυλακισμένης πριγκίπισσας

Θυμάμαι πάντα την πρώτη φορά που αντίκρισα στον ορίζοντα τη φιγούρα του νησιού Mont Saint Michel ένα κρύο, συννεφιασμένο και μουντό πρωινό του Μαρτίου πριν από πολλά χρόνια. Από μακριά έμοιαζε με σκηνικό παραμυθιού, με τον πύργο της Ωραίας Κοιμωμένης, ή κάποιας φυλακισμένης πριγκίπισσας στην κορυφή του βράχου. Ενός μοναχικού βράχου στη μέση του πουθενά, 1.6 χιλιόμετρα από την ακτή, στις εκβολές του ποταμού Couesnon, στα σύνορα Νορμανδίας και Βρετάνης στη Βόρεια Γαλλία. Ένα “νησί” που πατάει στην άμμο και γίνεται πραγματικό νησί όταν, ανάλογα με τις φάσεις της σελήνης, τα αγριεμένα νερά της πλημμυρίδας έρθουν με ταχύτητα αλόγου που καλπάζει, όπως περιγράφουν τη σκηνή όσοι έχουν δει το φαινόμενο, να περικυκλώσουν τον βράχο, καταπίνοντας ό,τι και όποιον βρεθεί στο πέρασμά τους.

Της Λίλης Κεραμέα

Εκείνο το πρωί της δικής μου επίσκεψης, μπορούσε κανείς ακόμα να φτάσει με το αυτοκίνητο μέχρι τους πρόποδες της καστροπολιτείας από έναν δρόμο κατασκευασμένο το 1879, που όπως όλες οι ανθρώπινες παρεμβάσεις στη φύση, δημιούργησε με την πάροδο του χρόνου τεράστια προβλήματα, για τα οποία θα μιλήσουμε λίγο αργότερα.

Φτάνοντας μπροστά σε αυτόν τον ψηλό, επιβλητικό, κάθετο, πέτρινο όγκο, το παραμυθένιο σκηνικό αλλάζει, αν και παραμένει εξωπραγματικό. Προκαλεί δέος, γίνεται σχεδόν τρομαχτικό μέσα στο σκοτεινό, ομιχλώδες πρωινό. Περνώντας από το άνοιγμα στα τείχη, βρέθηκα στο μοναδικό λιθόστρωτο δρομάκι του νησιού, το οποίο φτάνει μέχρι το πελώριο αββαείο του Αρχάγγελου Μιχαήλ στην κορυφή του βράχου. Πού να ήξερα τότε πόσο τυχερή ήμουν που ανηφόριζα αυτό το ανήλιαγο σοκάκι για πρώτη και μοναδική φορά έχοντας τόσο λίγους ανθρώπους γύρω μου (λόγω εποχής, καιρού, ώρας; Ποιος ξέρει, αν αναλογιστούμε πως είναι το τρίτο σε επισκεψιμότητα αξιοθέατο της Γαλλίας μετά τον πύργο του Άιφφελ και το μουσείο του Λούβρου;)

Η τόσο αραιή παρουσία επισκεπτών μου επέτρεψε να γίνω με τη φαντασία μου μέρος της πλούσιας ιστορίας του ονειρικού αυτού νησιού που ξεκίνησε το 708 μΧ, όταν, σύμφωνα με την παράδοση, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ εμφανίστηκε στο όνειρο του Αρχιεπισκόπου Aubert της γειτονικής πόλης Avranches και του ζήτησε να χτίσει μια εκκλησία στην κορυφή του συγκεκριμένου βράχου, όπως και έγινε. Η εκκλησία αυτή, από τα θεμέλια ακόμα, ενέπνευσε πολλούς πιστούς που έρχονταν από παντού για να προσκυνήσουν. Δύο αιώνες αργότερα, ο Δούκας της Νορμανδίας Ριχάρδος Α΄ προσκάλεσε στο νησί Βενεδικτίνους μοναχούς που ίδρυσαν ένα μικρό μοναστήρι, το οποίο συνέχισε να μεγαλώνει και να επεκτείνεται μέχρι το 16ο αιώνα, χέρι-χέρι με το χωριουδάκι που έπρεπε να στεγάσει και να εξυπηρετήσει τους επισκέπτες-πιστούς. Όλα χτισμένα από γρανίτη, ο οποίος μεταφέρθηκε από τα γειτονικά νησιά Chausey και σύρθηκε μέχρι την κορυφή του βράχου. Σε όλο αυτό το διάστημα, αλλά κυρίως κατά τη διάρκεια του εκατονταετούς πολέμου και των συγκρούσεων με τους Άγγλους, ορδές προσκυνητών συνέρεαν εδώ, καθώς με τα οχυρωματικά έργα που προστέθηκαν την εποχή εκείνη, η μικροσκοπική αυτή πολιτεία αντιστάθηκε σε κάθε εχθρική επίθεση και το αββαείο έγινε για τους Γάλλους σύμβολο εθνικής ταυτότητας και ανεξαρτησίας. Κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά και μέχρι το 1863, το μοναστήρι χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή τύπου Αλκατράζ. To 1874 χαρακτηρίστηκε ιστορικό μνημείο και, μετά από αρκετά χρόνια συντήρησης και αναστήλωσης της ιστορικής μονής, άνοιξε τις πύλες του στο κοινό.
Κάπου εκεί, σε κάποια φάση της ιστορίας, βρισκόμουν κι εγώ, ως άλλος μοναχός, προσκυνητής, κατάδικος ή δεσμοφύλακας, να σκαρφαλώνω τα σκαλιά για να φτάσω στην είσοδο του τεράστιου αββαείου, έχοντας την ευκαιρία να θαυμάσω τα πέτρινα σπιτάκια, στριμωγμένα κολλητά στους τοίχους του κάστρου και τα γραφικά πανδοχεία με τις μυρωδιές της ομελέτας και των μπισκότων βουτύρου (και τα δύο σπεσιαλιτέ του νησιού) που σου δίνουν την εντύπωση πως έχεις ανοίξει μια πόρτα στο Μεσαίωνα…
Tο ταξίδι της φαντασίας στο παρελθόν με έκανε να ανεβώ τα αμέτρητα σκαλιά χωρίς να το καταλάβω. Και πόσο άξιζε τον κόπο… Η θέα που μπορεί κανείς να απολαύσει από το επίπεδο της εκκλησίας του αββαείου, στα 80 μέτρα, έχοντας πάνω από το κεφάλι του το ύψος του ναού και άλλα 70 μέτρα του καμπαναριού, του οβελίσκου και του επίχρυσου αγάλματος του Αρχάγγελου που μοιάζει να αγγίζει τον ουρανό, είναι μαγευτική, ενώ η ατμόσφαιρα στο εσωτερικό του μοναστηριού, στο οποίο σήμερα ζουν και πάλι 13 μοναχοί και μοναχές, είναι μυστικιστική…
Πολλά έχουν αλλάξει από τότε, όχι βέβαια όσον αφορά στον ίδιο το βράχο, ο οποίος, πάντα αγέρωχος και μυστηριώδης, προκαλεί τους επισκέπτες να τον εξερευνήσουν, αλλά στο σκηνικό γύρω απ’αυτόν. Στα πλαίσια του Projet Mont-Saint-Michel, το οποίο κόστισε 250 εκατομύρια ευρώ και ολοκληρώνεται φέτος, έγινε μια τεράστια προσπάθεια να σωθεί η εικόνα του νησιού που η φύση όρισε γι αυτόν το βράχο. Το πρώτο και σημαντικότερο πρόβλημα ήταν ο υπερυψωμένος δρόμος που έφτανε μέχρι τους πρόποδες, ο οποίος για σχεδόν 140 χρόνια εμπόδιζε την ομαλή κίνηση των ορμητικών νερών που μετέφεραν τόνους άμμου, αλλά δεν είχαν τη δύναμη να την ξαναπάρουν μαζί τους όταν αποσύρονταν, με αποτέλεσμα να συσσωρεύεται μεγάλη ποσότητα λάσπης γύρω από το νησί. Η κατάσταση επιδεινώθηκε το 1969, όταν κατασκευάστηκε φράγμα στον ποταμό Couesnon για να προστατευτούν οι καλλιέργειες από τα νερά της πλημμυρίδας, που είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί και η δύναμη του ποταμού να σπρώξει τη λάσπη πίσω στη θάλασσα. Οι έρευνες έδειξαν πως σε περίπου 30 χρόνια η θάλασσα δεν θα έφτανε πια ποτέ εδώ και το νησάκι θα έχανε τον χαρακτήρα του. Έτσι, το parking μεταφέρθηκε 2,5 χλμ μακριά, ο δρόμος γκρεμίστηκε και αντικαταστάθηκε από μια γέφυρα που επιτρέπει την ελεύθερη κίνηση του νερού, μοιάζει να επιπλέει όταν τα νερά φτάνουν εδώ και τότε το τμήμα της που βρίσκεται κοντά στο νησί βυθίζεται για μερικές ώρες έτσι ώστε η εικόνα να θυμίζει συμβολικά το νησί του παρελθόντος. Η μεταφορά των επισκεπτών γίνεται με ειδικά μικρά λεωφορεία, τα οποία σταματούν 400-500 μέτρα από την είσοδο και αφήνουν τον επισκέπτη να προσεγγίσει τον βράχο με τα πόδια, όπως έκαναν οι προσκυνητές πριν από τόσους αιώνες. Τέλος, κατασκευάστηκε καινούριο φράγμα στον ποταμό με 8 υδραυλικές πύλες που επιτρέπουν στο νερό να κινείται και προς τις δύο κατευθύνσεις και του δίνουν τη δύναμη και τη διάρκεια που χρειάζεται για να σπρώξει τη λάσπη μακριά.
Όλα αυτά καλά! Εγώ, πάντως, οφείλω να ομολογήσω πως καμία από τις μεταγενέστερες επισκέψεις μου στο νησί δεν ήταν σαν την πρώτη φορά, εκείνο το τόσο ιδιαίτερο πρωινό του Μαρτίου. Ήταν οι πρώτες συγκλονιστικές εντυπώσεις; Ο καιρός που τόσο ταίριαζε στο ονειρικό σκηνικό; Οι ελάχιστοι επισκέπτες που δεν εμπόδιζαν να λειτουργήσουν οι αισθήσεις και η φαντασία; Ό,τι κι αν ήταν, ήταν μοναδικό. Όπως μοναδικό είναι πάντα το νησάκι αυτό, ακόμα κι αν δεν είσαι τόσο τυχερός όσο ήμουν τότε εγώ και βρεθείς να στριμώχνεσαι ασφυκτικά στην κοσμοσυρροή των επισκεπτών του καλοκαιριού που προσπαθούν μέσα στα σπρωξίματα να φτάσουν όπου αντέχει ο καθένας. Ακόμα και κάτω από αυτές τις συνθήκες, η τύχη του να βρεθεί κανείς σε αυτό το μαγευτικό βράχο είναι μεγάλη και οφείλει στον εαυτό του να βρει τρόπο να το απολαύσει με όποιον τρόπο επινοήσει. Μπορεί να αφήσει το δρομάκι που συνωστίζεται ο κόσμος και να βρει μια διέξοδο προς τα τείχη, στα δεξιά του, ή να ανέβει μερικά σκαλάκια στα αριστερά και να χωθεί στη μικρή εκκλησία του χωριού και να αφήσει την φαντασία να συμπληρώσει τα κενά, ακούγοντας με το νου του τη μουσική που εμπνεύστηκε από το βράχο αυτό ο Claude Debussy (Piano Prelude “La Cathedrale Engloutie”) ή ο Mike Oldfield (“Mont-Saint-Michel” από τη συλλογή “Voyager”) και βλέποντας εικόνες του κάστρου από την ταινία “Lord of the Rings: The Return of the King”.